Η περιοχή των Βασσών βρίσκεται στα όρια της Αρκαδίας, της Τριφυλίας και της Μεσσηνίας, στη δυτική πλαγιά του όρους Κωτίλιο, κοντά στην αρχαία πόλη Φιγάλεια. Οφείλει την ονομασία της στη μορφολογία του εδάφους, το οποίο αποτελείται από πολλές μικρές κοιλάδες (βάσσαι ή βήσσαι), που διαμορφώνονται μέσα στους βράχους. Στο γυμνό και βραχώδες αυτό τοπίο, σε απόσταση περίπου 13 χλμ. από τη Φιγάλεια και σε υψόμετρο 1.131 μ. οι Φιγαλείς είχαν ιδρύσει ιερό προς τιμήν του Απόλλωνα, που συνδεόταν με την πόλη τους μέσω της ιεράς οδού. Στο ιερό αυτό δέσποζε ένα από τα σημαντικότερα και επιβλητικότερα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας, ο μεγαλειώδης ναός που ήταν αφιερωμένος στο θεό. Η λατρεία του Απόλλωνα στην περιοχή των Βασσών ανάγεται στα τέλη του 8ου – αρχές του 7ου αι. π.Χ. Ο θεός φέρει το επίθετο «επικούριος›, διότι σύμφωνα με την παράδοση συνέδραμε τους Φιγαλείς στον αγώνα τους κατά των Σπαρτιατών το 659 π.Χ. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι ο Απόλλωνας εμπόδισε την εξάπλωση επιδημίας, που έπληττε την περιοχή στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Επίσης, σε επιγραφή προερχόμενη από την περιοχή, ο Απόλλωνας αναφέρεται και ως «βασσίτας›.
Η ιστορία του ιερού των Βασσών συνδέεται με την πολεμική δραστηριότητα της Φιγάλειας και με τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ Αρκάδων και Σπαρτιατών, στις οποίες οι Αρκάδες ήταν πάντα σύμμαχοι των Μεσσηνίων και έλαβαν μέρος μαζί τους στους Μεσσηνιακούς πολέμους εναντίον της Σπάρτης. Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ανάγεται στην αρχαϊκή εποχή. Ο αρχαιότερος ναός στο ιερό του Απόλλωνα οικοδομήθηκε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και γύρω από αυτόν είχε αναπτυχθεί μικρός οικισμός, που συνέχισε να κατοικείται και στην κλασική εποχή. Είναι πιθανό ότι γύρω στο 650 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις Βάσσες και πολλοί Μεσσήνιοι φυγάδες, που είχαν καταφύγει στην Αρκαδία μετά την ήττα τους από τους Σπαρτιάτες. Από την περίοδο αυτή σώζονται αναθήματα των πιστών, που βρέθηκαν σε όλη την επίχωση της έκτασης γύρω από το ναό. Πρόκειται κυρίως για πήλινα αγγεία και πήλινα ειδώλια, μεταλλικά ειδώλια ανθρώπων και ζώων, κοσμήματα, ένα ηχείο λύρας από κέλυφος χελώνας και πλήθος όπλων, τόσο πραγματικών, κατασκευασμένων από σίδηρο όσο και απομιμήσεων από χαλκό, που είχαν καθαρά αναθηματική χρήση. Η προσφορά των όπλων στο ιερό του Απόλλωνα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τους πρώτους αιώνες ο θεός λατρευόταν κυρίως με την πολεμική του ιδιότητα. Κοντά στο ναό βρέθηκαν και υπολείμματα επεξεργασίας μετάλλου, επομένως στην περιοχή πρέπει να υπήρχε εργαστήριο μεταλλουργίας κατά την αρχαϊκή εποχή. Για την οικοδομική εξέλιξη του ιερού πριν από την κλασική εποχή οι γνώμες των ερευνητών ποικίλλουν. Φαίνεται ότι ο αρχαϊκός ναός είχε ακόμη μία ή δύο οικοδομικές φάσεις, γύρω στο 600 και 500 π.Χ., στις οποίες ίσως ανήκουν διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν αποκαλυφθεί στο χώρο. Ο «ικτίνειος› ναός των κλασικών χρόνων, που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης, κτίσθηκε γύρω στο 420 π.Χ. Στα βόρεια και βορειοδυτικά του εντοπίσθηκαν τα αρχαία λατομεία, από όπου εξορύχθηκε το υλικό για την κατασκευή του.
Παράλληλα με τον Απόλλωνα, στην ψηλότερη κορυφή του όρους Κωτίλιο, σε διαφορετικό ιερό λατρευόταν η Άρτεμις και η Αφροδίτη, ενώ σε περιοχή που δεν έχει ταυτισθεί με ακρίβεια λατρευόταν και η θεά Δήμητρα. Το ιερό στην κορυφή του Κωτιλίου φαίνεται ότι ιδρύθηκε τον 6ο αι. π.Χ. από φτωχούς Φιγαλείς, που ήταν εγκατεστημένοι στις Βάσσες. Οι ναοί αυτού του ιερού εγκαταλείφθηκαν τον 3ο αι. π.Χ., ενώ το ιερό του Απόλλωνα συνέχισε να λειτουργεί στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, όπως μαρτυρούν οι ενσφράγιστες κεραμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στις επισκευές της στέγης του ναού. Το 2ο αι. μ.Χ. το χώρο επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας, που περιέγραψε τα αρχαία μνημεία και διέσωσε χρήσιμες πληροφορίες για την ιστορία τους (8.41.7-10), ειδικά για το ναό του Απόλλωνα. Τους επόμενους αιώνες το ιερό εγκαταλείφθηκε, ενώ υπέστη και σοβαρές ζημίες από σεισμούς που έπληξαν την περιοχή.
Ο χώρος, απομονωμένος και δυσπρόσιτος, παρέμεινε εγκαταλελειμμένος έως το 18ο αιώνα, όταν ταυτίσθηκε από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Από τότε πολλοί γνωστοί περιηγητές επισκέφθηκαν τις Βάσσες και το 1812 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων, που εξασφάλισαν την άδεια από το Βελή-πασά, Τούρκο διοικητή της Πελοποννήσου, δεδομένου ότι την περίοδο εκείνη η Ελλάδα ήταν υποδουλωμένη στους Τούρκους. Τότε ήλθαν στο φως οι 23 πλάκες από την εσωτερική ζωφόρο του ναού, μοναδικά αριστουργήματα γλυπτικής, τα οποία μεταφέρθηκαν με άλλα τμήματα γλυπτών από το ναό στα παράλια του Ιονίου και από εκεί στη Ζάκυνθο. Το 1815 κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο, όταν η ζωφόρος αγοράσθηκε σε δημοπρασία, αφού προηγουμένως ο Βελή-πασάς παραιτήθηκε από τις απαιτήσεις που είχε προβάλει για τα ευρήματα, έναντι πενιχρής χρηματικής αμοιβής. Η διαρπαγή της ιωνικής ζωφόρου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, και μάλιστα ο Άγγλος διανοούμενος Chr. M?ller τη χαρακτήρισε ως πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη αυτής του λόρδου Elgin. Την περίοδο, ωστόσο, της πρώτης έρευνας έγιναν λεπτομερή σχέδια, πολύτιμα μέχρι σήμερα, για τις πληροφορίες που παρέχουν σχετικά με την κατάσταση του μνημείου την περίοδο εκείνη. Στη συνέχεια, πολλοί επιστήμονες ασχολήθηκαν με την έρευνα και τη μελέτη των μνημείων του ιερού. Από το 1902 τη συστηματική έρευνα ανέλαβε η ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, αρχικά υπό τη γενική διεύθυνση του Κ. Κουρουνιώτη και με τη συνδρομή των Κ. Ρωμαίου και Π. Καββαδία. Τότε ήλθαν στο φως και άλλα τμήματα της ιωνικής ζωφόρου, τα οποία φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι έρευνες συνεχίσθηκαν τόσο από την Αρχαιολογική Εταιρεία όσο και από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, μέχρι το 1979. Από το 1965 και συστηματικά από το 1982 το Υπουργείο Πολιτισμού έχει αναλάβει το δύσκολο έργο συντήρησης και αναστήλωσης του ναού του Επικούριου Απόλλωνα. Αρμόδια για τις αναστηλωτικές και άλλες επεμβάσεις στο χώρο και κυρίως στο ναό, είναι η Επιτροπή Συντήρησης Ναού Επικουρίου Απόλλωνος, που λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού.
Ναός Επικούριου Απόλλωνα
Στο γυμνό, βραχώδες τοπίο των Βασσών βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους και επιβλητικότερους ναούς της αρχαιότητας, αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα. Χαρακτηρίζεται από πλήθος πρωτοτυπιών τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική του διαρρύθμιση, που τον καθιστούν μοναδικό μνημείο στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Παυσανίας, μάλιστα, τον θεωρεί το δεύτερο μετά της Τεγέας πελοποννησιακό ναό σε κάλλος και αρμονία (8.41.8). Η ανέγερσή του τοποθετείται στο 420-400 π.Χ. και αρχιτέκτονάς του θεωρείται ο Ικτίνος, που σε αυτό το δημιούργημά του κατόρθωσε να συνδυάσει πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά, που επέβαλλε η συντηρητική θρησκευτική παράδοση των Αρκάδων, με τα νέα γνωρίσματα της κλασικής εποχής. Ο ναός που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης δεν είναι ο αρχαιότερος που κτίσθηκε στο χώρο. Ο πρώτος ναός του Απόλλωνα οικοδομήθηκε γύρω στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πιθανότατα στην ίδια θέση. Ακολούθησαν μία ή δύο οικοδομικές φάσεις του, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., αντίστοιχα, από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το κεντρικό δισκοειδές πήλινο ακρωτήριο με την πλούσια πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση, κεραμίδια και πήλινα ακροκέραμα.
Ο κλασικός ναός έχει θεμελιωθεί πάνω στο φυσικό βράχο, σε ειδικά διαμορφωμένο πλάτωμα. Δεν έχει το συνήθη προσανατολισμό Α-Δ, αλλά Β-Ν, ίσως για λατρευτικούς λόγους, που συνδέονται με την αρκαδική θρησκευτική παράδοση, δεδομένου ότι και άλλοι ναοί στην περιοχή παρουσιάζουν τον ίδιο προσανατολισμό. Για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί ανοιχτόχρωμος τοπικός ασβεστόλιθος, ενώ ορισμένα μέρη της οροφής, τα κιονόκρανα του σηκού και ο γλυπτός διάκοσμος είναι από μάρμαρο. Ο ναός είναι ο μοναδικός που συνδυάζει στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο. Έχει 6 κίονες στις στενές και 15 στις μακρές πλευρές, αντί της καθιερωμένης για την εποχή αναλογίας 6 x 13. Έτσι, η μορφή του είναι περισσότερο επιμήκης, όπως στους αρχαϊκούς ναούς. Στο εσωτερικό του σηκού, κατά μήκος των μακρών πλευρών υπάρχουν από πέντε ιωνικοί ημικίονες, που αποτελούν απόληξη κάθετων στον τοίχο τοιχαρίων, τα οποία διαμορφώνουν κόγχες. Το τελευταίο ζεύγος των ημικιόνων τέμνουν διαγώνια τον τοίχο του σηκού και όχι κάθετα όπως οι υπόλοιποι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε ένας κίονας, που έφερε το αρχαιότερο γνωστό ως σήμερα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική κορινθιακό κιονόκρανο, το οποίο γνωρίζουμε από τα σχέδια των πρώτων περιηγητών (θραύσματά του φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Κατά μία άποψη ο κίονας αυτός αποτελούσε ανεικονική παράσταση θεότητας, ακολουθώντας τις βαθιές λατρευτικές παραδόσεις της Αρκαδίας, ενώ σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, κορινθιακοί ήταν και οι δύο διαγώνιοι ημικίονες εκατέρωθεν του κεντρικού κορινθιακού. Στο άδυτο, που βρισκόταν πίσω από τον κίονα αυτό, πιθανότατα φυλασσόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού. Στον ανατολικό του τοίχο υπάρχει θύρα, που οδηγούσε στο εξωτερικό πτερό, για την ύπαρξη της οποίας έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες. Η στέγη του ναού ήταν δίρριχτη και η κεράμωση μαρμάρινη, κορινθιακού τύπου.
Το ναό περιέτρεχε εξωτερικά δωρική ζωφόρος με ακόσμητες μετόπες και τρίγλυφα, ενώ ανάγλυφη διακόσμηση έφεραν μόνο οι εσωτερικές μετόπες των στενών πλευρών. Οι έξι μετόπες του πρόναου απεικόνιζαν την επιστροφή του Απόλλωνα στον Όλυμπο από τις Υπερβόρειες χώρες, και του οπισθόδομου την αρπαγή των θυγατέρων του Μεσσήνιου βασιλιά Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Τα αετώματα δεν είναι βέβαιο ότι έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που υπήρχε πάνω από τους ιωνικούς ημικίονες μέσα στο σηκό. Είχε συνολικό μήκος 31 μ. και αποτελείτο από 23 μαρμάρινες πλάκες. Στις 12 απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και στις υπόλοιπες 11 η Κενταυρομαχία. Κατά την ανασκαφή του 1812 οι πλάκες βρέθηκαν σκεπασμένες με αρχιτεκτονικά μέλη στο σηκό και το 1815 μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και εκτίθενται σήμερα. Γλύπτης της ζωφόρου ίσως ήταν ο Παιώνιος, που φιλοτέχνησε στην Ολυμπία το περίφημο άγαλμα της Νίκης.
Ο ναός εξακολούθησε να χρησιμοποιείται στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γίνονταν επιδιορθώσεις στην κεράμωσή του. Η πρώτη σημαντική καταστροφή του σημειώθηκε όταν έπεσε η στέγη του, λόγω της φυσικής φθοράς των ξύλινων δοκών που τη συγκρατούσαν, ενώ σοβαρές ζημιές υπέστη και από την ανθρώπινη επέμβαση, που έγινε για την απόσπαση του μετάλλου των συνδέσμων. Ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς το 1765 από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher και η πρώτη συστηματική ανασκαφή του έγινε το 1812 από ομάδα αρχαιόφιλων επιστημόνων. Ανασκαφές και αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, ενώ το 1975 συστάθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος, που ανέλαβε τον προγραμματισμό και τη σύνταξη των σχετικών μελετών για τα έργα συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 έγινε ανασύσταση της επιτροπής και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε συστηματικά το εξαιρετικά δύσκολο έργο αποκατάστασης του μνημείου. Από το 1987 ο ναός προστατεύεται από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες με ειδικό στέγαστρο, που θα απομακρυνθεί μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων εργασιών.
Bassae – Temple of Apollo Epikourios
The temple of Apollo Epikourios, one of the most important and most imposing temples of antiquity, stands in the bare and rocky landscape of Bassae. It is unique in the history of ancient Greek architecture because it combines a variety of novel ideas both in its external appearance and in its internal arrangements. Indeed, Pausanias considered it to be among the finest temples of the Peloponnese in terms of sheer beauty and harmony, second only to that of Tegea (8, 41, 8). The building is dated to 420-400 BC and is believed to be the work of Iktinos, who succeeded in combining masterfully several Archaic features imposed by the conservative tradition of the Arcadians with the characteristics of the new Classical style. The surviving temple is not the first one to have been constructed on the site. The earliest temple of Apollo erected in the late seventh century BC, possibly at the same location, was rebuilt at least twice in approximately 600 and 500 BC. Many architectural features from these two phases survive, including a large terracotta acroterion with ornate painted decoration, roof-tiles and antefixes.
The Classical temple was raised on bedrock, on a specially built terrace. Like several other temples in Arcadia, it is orientated east-west instead of the usual north-south, possibly because of local tradition. The building is of local grey limestone, with parts of the roof, the capitals of the cella and the sculptural decoration being of marble. This is the only known temple of antiquity to combine three architectural orders. It is Doric, peripteral, distyle in antis, with pronaos, cella, adyton and opisthodomos. The temple has six columns on the short sides and fifteen on the long sides, instead of the period’s usual ratio of 6:13, which gave it the characteristic elongated shape of Archaic temples. Inside the cella, on either side was a series of five Ionic half-columns engaged in buttresses, which projected from the sidewalls dividing the space into niches. The last pair of half-columns divided the cella diagonally, not at right angles like the others. Between them stood a single column. Its capital, recorded in the drawings of the first modern travellers, is the earliest known example of a Corinthian capital in the history of Greek architecture (fragments of the capital are now in the National Archaeological Museum). According to one theory this column was in fact an aniconic representation of the deity in accordance with the earliest Arcadian traditions, while another theory suggests that the fifth pair of half-columns, which stood on either side of this one, was also Corinthian. The cult statue of Apollo was inside the adyton, which was located behind the Corinthian column. A door on the east wall led to the pteron, on the outside. The two-sloped roof had marble tiles of Corinthian type.
A Doric frieze of undecorated metopes and triglyphs ran along the outer fa?ades. Only the inner metopes of the short sides were decorated: those on the pronaos had depictions of Apollo’s return to Olympus and those on the opisthodomos contained the rapture of the daughters of the Messenian king Leukippos by the Dioskouroi. The pediments may have been undecorated. The temple’s main decorative feature was the marble Ionic frieze supported by the Ionic half-columns of the cella. This frieze was thirty-one metres long and consisted of twenty-three marble slabs, of which twelve depicted battles between Greeks and Amazons and the remaining eleven showed battles between Lapiths and Centaurs. The frieze was unearthed by foreign antiquaries in 1812 and sold to the British Museum in 1815. It may have been the work of Paionios, who also executed the celebrated statue of Nike at Olympia.
The temple remained in use into the Hellenistic and Roman periods, its roof being repaired several times. After the building was abandoned, the decaying roof caved in causing extensive damage, further aggravated by human intervention with the removal of the metal clasps used in its construction. The temple, identified in 1765 by French architect J. Bocher, was first explored by a group of antiquaries in 1812. In 1902-6, the Greek Archaeological Society excavated and restored parts of the temple. In 1975 the newly founded Committee for the Conservation of the Temple of Apollo Epikourios launched a program for the monument’s conservation and restoration. The Committee was reformed in 1982 and the Ministry of Culture has been overseeing the difficult task of restoring the monument ever since. A shelter, which will be removed at the end of the works, was erected in 1987 to protect the temple against the region’s extreme weather conditions.
ΠΗΓΗ: http://odysseus.culture.gr/ Συντάκτης Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγο