Η Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της γεωμορφολογίας, του κλίματος και της γεωγραφικής της θέσης στη συμβολή των τριών ηπείρων. Στην Ελλάδα σε σχέση με την έκτασή της, συναντάμε μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Συναντάμε επίσης υψηλό ποσοστό ενδημικών ειδών, φυτών και ζώων, καθώς και ορισμένα σπάνια, που απειλούνται με εξαφάνιση. Αρχικά, λειτούργησε ως Βοτανικό Μουσείο με αντικείμενο την έρευνα, μελέτη και καταγραφή της ελληνικής χλωρίδας. Το 1977 επεκτάθηκε στους τομείς της ζωολογίας, παλαιοντολογίας και γεωλογίας και μετονομάστηκε σε Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας. Δέκα χρόνια επιστημονικής έρευνας και συλλογής χρειάσθηκαν στους Έλληνες και ξένους επιστήμονες, καλλιτέχνες και μουσειολόγους για να σχεδιάσουν και να παρουσιάσουν τους πρώτους εκθεσιακούς χώρους στο κοινό, εκπληρώνοντας έτσι την διττή αποστολή του Μουσείου ως επιστημονικού και εκπαιδευτικού κέντρου. To 1983, κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας το κτήμα «Σπαρόζα», στην Παιανία, από την Bρετανή πολεοδόμο Jacqueline Tyrwhitt. Ο κήπος και η διαχείριση της πλαγιάς στην ανατολική πλευρά του Υμηττού όπου εκτείνονται τα 17,5 στρέμματα του κτήματος αποτελούν σήμερα παράδειγμα οικολογικής κηπουρικής μεσογειακού κλίματος. Από το 1994, το «Σπαρόζα» αποτελεί την έδρα της Mediterranean Garden Society λειτουργώντας ως χώρος πληροφόρησης που απευθύνεται σε όσους έχουν ειδικό ενδιαφέρον για τα φυτά και τους κήπους των περιοχών της Μεσογείου. Το 1991 το ΜΓΦΙ προχώρησε στην δημιουργία του Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων – Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), το οποίο έχει τον ρόλο συμβουλευτικού οργάνου προς την Πολιτεία, ασχολείται με την καταγραφή των υγροτόπων του ελληνικού χώρου και προδιαγράφει τη στρατηγική διαχείρισης και προστασίας τους. Σκοπός του είναι να προωθήσει την αειφορική διαχείριση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου και της Ευρώπης. Προσβλέποντας στις ραγδαίες εξελίξεις του 21ου αιώνα το Μουσείο προχώρησε σε νέα επέκταση των εγκαταστάσεών του με τη δημιουργία του Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης – του Κέντρου ΓΑΙΑ. Το έργο άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1995 και ολοκληρώθηκε το 2000. Στην πραγματοποίησή του συνέβαλαν η Ε.Ε. και το ελληνικό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Το νέο κτίριο φέρει το όνομα του πλανήτη Γη – ΓΑΙΑ – γεγονός που το συνδέει με την μυθολογία, τη φιλοσοφία και την επιστήμη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στα Ομηρικά Έπη απαντάται για πρώτη φορά η λέξη ΓΑΙΑ ως δηλωτική του πλανήτη Γη.