Ο οχυρωμένος οικισμός ανατολικά του σύγχρονου χωριού Χρυσαυγή του Δήμου Σουλίου, γνωστός ως «Καστρί Βέλιανης», βρίσκεται σε φυσικά οχυρό πλάτωμα σε υψόμετρο 500 μ. στους πρόποδες του ορεινού όγκου των βουνών της Παραμυθιάς, από όπου παρέχεται η δυνατότητα ελέγχου του συνόλου σχεδόν της κοιλάδας Αχέροντα – Κωκυτού, η οποία αποτελούσε την επικράτεια της αρχαίας πόλης.
Η ίδρυσή του τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, λίγο πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Θεσπρωτοί συνοικίζονται για πρώτη φορά σε οργανωμένες πόλεις. Ισχυρά πολυγωνικά τείχη ενισχύουν τις βατές πλευρές του οικισμού.
Η Ελέα διετέλεσε έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από την ίδρυσή της μέχρι και το 335 – 330/325 π.Χ. περίπου, εποχή κατά την οποία η έδρα του Κοινού μεταφέρεται στα Γίτανα. Εικόνα της ευμάρειας της πόλης παρέχουν τα ερευνημένα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια του οικισμού.
Τα νομισματικά σύμβολα της πόλης, που σχετίζονται με την Περσεφόνη και τον Άδη, υποδηλώνουν ότι το γνωστό «Νεκρομαντείο» στις εκβολές του Αχέροντα στο Ιόνιο, όπου και ο «Ελέας λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων και γεωγράφων στο σημερινό όρμο της Αμμουδιάς, βρισκόταν υπό την επιρροή της Ελέας.
Ο οικισμός συνεχίζει να ακμάζει και κατά την ελληνιστική περίοδο. Την εποχή αυτή οριοθετείται ο χώρος της αγοράς με την κατασκευή περιμετρικών στοών. Η κατοίκηση την περίοδο αυτή επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, κυρίως στη νότια πλευρά.
Στους πρόποδες των βουνών της Παραμυθιάς και στα χαμηλότερα υψώματα που κλείνουν από τα νότια την κοιλάδα του Κωκυτού, παρατηρείται μία ιδιαίτερα μεγάλη πυκνότητα οχυρωματικών περιβόλων των ύστερων κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι σχετίζονται με την Ελέα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα κάστρα της Παραμυθιάς στα βόρεια, το κάστρο του Σεβαστού στο λόφο Λιμινάρι στα δυτικά και το κάστρο του Αγ. Δονάτου Ζερβοχωρίου ανατολικά της Ελέας.
Ο αρχαίος οικισμός της Ελέας καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Θεσπρωτίας, όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανεσκαμμένων κτιρίων. Στα νεότερα χρόνια η επίπεδη έκταση του οικισμού χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για καλλιέργειες, ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών για σταυλισμό και βοσκή ζώων.
Ισχυρή πολυγωνική οχύρωση περιβάλλει τον οικισμό της Ελέας από τα ανατολικά και βόρεια, ενώ τμήματα τείχους υψώνονται μόνο στα βατά σημεία της φυσικά οχυρής βορειοδυτικής, δυτικής και νότιας πλευράς.
Δύο κύριες πύλες, μία στα ανατολικά και μία στα δυτικά, εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη επικοινωνία του οικισμού, ενώ μια τρίτη πυλίδα εντοπίζεται στη βόρεια πλευρά.
Τα τείχη ακολουθούν το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας με λιγότερο ή περισσότερο επιμελή κατασκευή. Ως υλικό έχει χρησιμοποιηθεί ο ασβεστόλιθος που αφθονεί στην περιοχή. Κατασκευαστικά ακολουθείται το σύστημα δύο παράλληλων μεταξύ τους παρειών – όψεων κτισμένων με γωνιόλιθους, το ενδιάμεσο κενό των οποίων πληρώνεται με μικρότερους λίθους. Εσωτερικά το τείχος είναι ενισχυμένο με εγκάρσια ζεύγματα (δεσιές), προκειμένου να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη αντοχή, όπως διακρίνεται στην καλύτερα σωζόμενη ανατολική πλευρά. Επιμελέστερη τειχοποιία παρουσιάζει η ανατολική πλευρά της οχύρωσης και ιδιαίτερα το τμήμα γύρω από την ανατολική πύλη. Εντυπωσιακή είναι στο σημείο αυτό η κατάσταση διατήρησης των τειχών, τα οποία σώζονται σε ύψος 7 μ., ενώ το πάχος τους φθάνει τα 4 μ. Στο βορειοανατολικό τμήμα του περιβόλου προβάλλει πύργος τραπεζοειδούς κάτοψης. Σε εξαιρετικά καλή κατάσταση διατηρείται και τμήμα του τείχους στο κέντρο της νότιας πλευράς: έχει πάχος 3,90 μ., ενώ σώζεται σε ύψος 5 μ. Τα τείχη της Ελέας μπορούν με σχετική ασφάλεια, με βάση τα ιστορικά και τα αρχαιολογικά δεδομένα, να χρονολογηθούν στην εποχή ίδρυσης της πόλης στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.
Τα φυσικά και τεχνητά όρια -οι απόκρημνες πλαγιές στα βόρεια, δυτικά και νότια, καθώς και το ανατολικό τμήμα του τείχους- και η μορφολογία του εδάφους αποτέλεσαν τους βασικούς άξονες, πάνω στους οποίους διαμορφώθηκε ο πολεοδομικός ιστός της αρχαίας Ελέας. Ο χώρος εντός των τειχών καλύπτει έκταση 105 περίπου στρεμμάτων και διαμορφώνεται με αναλημματικούς τοίχους σε βαθμιδωτά άνδηρα.
Το βορειοανατολικό τμήμα του οικισμού, αυτό δηλαδή που εκτείνεται από τα βορειοανατολικά τείχη μέχρι το ναό και την περιοχή όπου τοποθετείται η αγορά, βάσει των στοιχείων που διαθέτουμε, φαίνεται ότι ήταν αδόμητο. Είναι πιθανό να αποτελούσε μία περιοχή ελεύθερη από οικοδομήματα είτε για αμυντικούς λόγους είτε ακόμη για την εξασφάλιση μελλοντικού οικιστικού ζωτικού χώρου. Η αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη περιοχή βρίσκεται στο δυτικό μισό του οικισμού. Ο οικισμός διευθετείται χωροταξικά βάσει του άξονα της κύριας οδικής αρτηρίας, η οποία φαίνεται να τον διασχίζει κατά μήκος από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά. Παράλληλα ή κάθετα με την κεντρική οδική αρτηρία μικρότεροι δρόμοι οριοθετούσαν τα δημόσια κτίρια και τις ιδιωτικές κατοικίες.
Οι αναλημματικοί τοίχοι διαμορφώνουν τον οικισμό σε μικρότερα και μεγαλύτερα άνδηρα, εξομαλύνοντας τις έντονες κλίσεις του πλατώματος και ορίζοντας συγχρόνως οικοδομικές νησίδες. Παρουσιάζουν κατά περίπτωση περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή -πολυγωνική κατά κύριο λόγο- τοιχοποιία, ενώ σε πολλά παραδείγματα χρησιμοποιούνται παράλληλα και ως τοίχοι των διάφορων οικοδομημάτων του οικισμού.
Η περιοχή της Αγοράς, έκτασης περίπου 3.000 τ.μ., αρχικά είχε τη μορφή ανοιχτής πλατείας, ενώ στα ελληνιστικά χρόνια οριοθετήθηκε από τρεις στοές στα ανατολικά, τα δυτικά και τα βόρεια. Σε άμεση συνάρτηση με αυτές διαμορφώθηκαν σταδιακά και άλλα κτίρια που σχετίζονταν με τις δημόσιες λειτουργίες ή εξυπηρετούσαν ανάγκες αποθήκευσης των δημόσιων αγαθών. Τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων εξυπηρετούσε μικρός ναός με πρόναο, σηκό και άδυτο, που ήταν χτισμένος σε ψηλό άνδηρο στο κεντρικό τμήμα της πόλης.
Οι κατοικίες, που έχουν ανασκαφεί, ήταν συνήθως ισόγειες, ενώ σε κάποιες υπήρχε δεύτερος όροφος ή εσωτερικές υπαίθριες αυλές. Αποτελούνταν από 4 έως 6 χώρους, αποθήκες, δωμάτια με αργαλειούς, ανδρώνες κλπ. και στεγάζονταν με ξύλινες κεραμοσκεπείς στέγες. Τα δάπεδα τους ήταν συνήθως από πατημένο πηλόχωμα ή λαξευμένα στο φυσικό βράχο.
Elea, Thesprotia
The settlement of Elea, Chrysavgi municipality department, well known as “Castle of Veliani”, is located on a naturally fortified plain, at the foot of the mounts of Paramythia, above the Acheron – Kokytos valley. The settlement was founded a little before the early 4th century BC, and it was surrounded by strong polygonal walls.
Elea was the seat of the Thesprotian koinon from its foundation until 335 – 325 BC, when the political center of the tribe was transferred to Gitana. Public and private buildings bear witness to prosperity of the settlement.
The coinage of the koinon of the Thesprotians is related with Persephone and Hades and declares that the well known Necromanteion, the central sanctuary of Eleatis, place of worship of the gods of the netherworld, was under Eleas influence.
The settlement flourished during the Hellenistic period. By this period, the area of the Agora was lined by stoas, meaning long and narrow buildings, open at the front.
Habitation at this time of period spreads outside the walls, mainly in the south side. A series of fortified enclosures, probably to be associated with Elea in whose territory they stood, were erected during the same period on the general area of the Paramythia mountains and on the lower hills bounding the southern limit of the Kokytos Valley.
The ancient settlement of Elea was abandoned after its devastation by the Romans in 167 BC along with the other major cities of Thesprotia. The extensive destruction layers of the excavated buildings bear witness to that effect. In more recent periods the leveled surface of the settlement was systematically cultivated and during the last few decades it was used for the stabling and pasturing of animals.
Strong polygonal fortification surrounds the settlement of Elea from the east and northeast, while sheer cliffs to the north, south and west provide natural fortification. Two main gates, one to the east and one to the west, ensured the settlement’s unobstructed contact with the surrounding area, whilst a third gate has been found on the northern side of the fortification. The walls were built in the polygonal style of masonry, and limestone, which is plentiful in the region, was used as the building material. They are constructed of two parallel flanks – or faces – built with quoins, the gap between which is filled with smaller stones. The east is the best-preserved side of the fortifications. The height of the section which remains is up to 7 m, and the width reaches 4 m. At the north-eastern corner of the fortification there is a tower with a trapezoid ground plan. The wall dates from the time of the city?s foundation, a little before the mid-4th cent. BC.
The natural and man-made boundaries -the sheer sides to the north, west and south, and the eastern section of wall- and the morphology of the ground were the main axes on which the city grid of ancient Elea was built. The area within the walls covered 10.5 hectares and was formed of retaining walls in successive terraces.
The north-eastern section of the settlement, even though it has not been thoroughly excavated, seems to have been very sparsely built up. The built up area was in the western half of the settlement, and was made up of zones based on the axis of one principle artery which seems to have cut across the city from the south-west to the north-east. The retaining walls divided the settlement into smaller and larger terraces, levelling the steep gradients of the plateau and also marking out blocks of buildings.
At the western end of the north-eastern section of the settlement, on a high terrace, was a small temple. This was a rectangular building, divided into three rooms, the pronaos, the cella, and the adyton.
The political and commercial Agora of Elea was in the centre of the flat section of the settlement, south of the main road, and covered an area of 3000 sq. m. Initially it took the form of an open square, formed of three successive terraces, with a small height difference between them which, in Hellenistic times (3rd – 2nd century BC), was bordered by at least three stoas on its eastern, western and northern sides. Other buildings were gradually built near the stoas, which were used for public purposes or for storing the public goods of the city.
Numerous foundations of private houses have been discovered and partially studied, both around the Agora and in the north-western part of the settlement. Most of them were comprised of 4-6 rooms, while some of the structures may have also had a second floor. A large part of the ground floor was taken up by rooms with large storage pithoi, whilst other rooms were used for the inhabitants other activities, such as weaving. In a few cases, the presence of clay tubs (louteres) confirms the existence of bathrooms.
ΠΗΓΗ: http://odysseus.culture.gr/ Συντάκτης Κασσιανή Λάζαρη, αρχαιολόγος