Στην περιοχή του Αρτεμισίου, εκτός από το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, που βρισκόταν κοντά στην παραλία και συνδέθηκε άμεσα με τη ναυμαχία του 480 π.Χ., αναπτύχθηκαν και διάφοροι οικισμοί, οι οποίοι δεν έχουν ερευνηθεί συστηματικά από τους αρχαιολόγους. Στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας της Ιστιαίας ορθώνεται ο χαμηλός λόφος Διβούνι, πάνω στον οποίο βρέθηκαν νεολιθικά, ελλαδικά και γεωμετρικά όστρακα, αποδεικνύοντας την κατοίκηση στο χώρο μέχρι τα γεωμετρικά χρόνια (7ος αι. π.Χ.). Σε έναν άλλο λόφο, που ονομάζεται Παλαιόκαστρο, κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο και στο μικρό οικισμό Καστρί Γουβών, σώζονται λίγα λείψανα τοίχων, ενώ η κεραμική προσδιορίζει την ανθρώπινη παρουσία εκεί από την πρωτοελλαδική (2800-2000 π.Χ.) μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο. Σε ακόμη ένα λόφο, στο Παλαιόκαστρο Βασιλικών, πρέπει να βρισκόταν αρχαίος οικισμός, τα λείψανα του οποίου, όμως, έχουν σε μεγάλο μέρος λιθολογηθεί.
Στο βορειότερο άκρο της Εύβοιας, απέναντι από το Πήλιο, βρίσκεται το ακρωτήριο Αρτεμίσιο, πασίγνωστο από τη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων και Περσών τον Αύγουστο του 480 π.Χ. Το ακρωτήριο πήρε το όνομά του από το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, το οποίο βρισκόταν στην παραλία όπου στάθμευσε ο ελληνικός στόλος κατά τη ναυμαχία. Η καίρια γεωγραφική θέση της περιοχής, η οποία ελέγχει την είσοδο από το ανοικτό Αιγαίο στον Παγασητικό, Μαλιακό και στο βόρειο Ευβοϊκό κόλπο προς τη Χαλκίδα, οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξή της κατά την αρχαιότητα. Καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν διενεργηθεί ουσιαστικές ανασκαφικές έρευνες, οι πληροφορίες για την περιοχή οφείλονται κατά κύριο λόγο στον εντοπισμό των ορατών λειψάνων, σε παραδόσεις αρχαιοτήτων και στις λιγοστές φιλολογικές μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρονται μόνο στο ιερό της Αρτέμιδος και στη ναυμαχία του 480 π.Χ. Σημαντικά στοιχεία για την περιοχή δίνει και η επιγραφή του Αρτεμισίου, που αναφέρει τα ονόματα 17 ευβοϊκών δήμων, από τους οποίους, όμως, κανένας δεν έχει ταυτισθεί ακόμη με συγκεκριμένη θέση στη βόρεια Εύβοια.
Από τα διάφορα επιφανειακά ευρήματα συμπεραίνεται ότι η κατοίκηση στην περιοχή του Αρτεμισίου ανάγεται στη νεολιθική εποχή (περίπου 4000 π.Χ.). Στο χαμηλό λόφο Διβούνι έχουν βρεθεί θραύσματα νεολιθικών, ελλαδικών και γεωμετρικών αγγείων. Στους ιστορικούς χρόνους η περιοχή των Ελληνικών φαίνεται ότι ήταν η σημαντικότερη, καθώς τα επιφανειακά αρχιτεκτονικά λείψανα υποδεικνύουν την ύπαρξη οικισμού της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Είναι φανερό ότι η κατοίκηση στην περιοχή του Αρτεμισίου είχε συγκεντρωθεί στα παράλια, ενώ στην κλασική-ελληνιστική περίοδο αναπτύχθηκαν και οικισμοί σε θέσεις περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές για το λιμενισμό πλοίων. Πρόκειται για μικρά πολίσματα, τα οποία ήταν περιτειχισμένα, και αποτελούσαν πιθανότατα τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου παράλιων οχυρών, που στόχευαν στον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων της περιοχής. Ένα τέτοιο δίκτυο δημιουργήθηκε ίσως από τους Αθηναίους μετά την αποστασία της Ιστιαίας το 446 π.Χ. από τη Δηλιακή Συμμαχία και την εγκατάσταση Αθηναίων κληρούχων στην περιοχή με κέντρο τον Ωρεό. Είναι όμως πιθανό να δημιουργήθηκε στα τέλη του 4ου και στον 3ο αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια των πολέμων των Διαδόχων του Μεγάλου Αλέξανδρου για τον έλεγχο της νότιας Ελλάδας. Η περιοχή άρχισε να παρακμάζει στη ρωμαϊκή περίοδο, όπως δείχνουν τα ευρήματα, που είναι πλέον σποραδικά και περιορισμένα.
Στην χώρο των Ελληνικών, στη βορειοανατολική γωνία της Εύβοιας, πιστεύεται ότι είχε αναπτυχθεί το σημαντικότερο πόλισμα της περιοχής του Αρτεμισίου. Σε μια μικρή χερσόνησο που ονομάζεται Χερρονήσι (Χερσονήσι ή Χοιρονήσι) σώζονται τμήματα τείχους, αλλά και λείψανα τοίχων από κτήρια και άλλες κατασκευές. Η διαμόρφωση της ακρογιαλιάς στη θέση αυτή δημιουργεί ένα φυσικό και ασφαλές αγκυροβόλιο, στοιχείο σημαντικό για την ίδρυση οικισμού. Η εξέταση της τοιχοποιίας χρονολογεί τα αρχιτεκτονικά λείψανα στην κλασική-ελληνιστική περίοδο, ενώ σύμφωνα με την κεραμική ο χώρος πρέπει να κατοικήθηκε από τα προϊστορικά μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Νότια του Χερρονησιού και σε απόσταση 1 χιλ. βρίσκεται ο λόφος Καστραδάκι, πάνω στον οποίο υπάρχει ένας ακόμη ανεξερεύνητος αρχαιολογικός χώρος της Εύβοιας. Πρόκειται για οχυρωμένη θέση με επιβλητικά τείχη από πωρόλιθους, που σε μερικά σημεία σώζονται σε ύψος 3 μ. και από μια πρώτη εξέταση χρονολογούνται στον 6ο αι. π.Χ. Μεταξύ του λόφου αυτού και της ακτής θραύσματα οξυπύθμενων αμφορέων διακρίνονται στους αγρούς, δείχνοντας ότι πιθανόν στο σημείο αυτό υπήρχε εργαστήριο κατασκευής τέτοιων αγγείων. Από τη σύγκρισή τους με γνωστούς αμφορείς αυτού του είδους παρουσιάζουν ομοιότητα με αυτούς που παράγονταν στα εργαστήρια της Σκοπέλου και Αλοννήσου τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Σε λόφο δυτικά του Χερρονησιού, στη θέση Περιβολάκια, έχουν εντοπισθεί ίχνη μιας αγροικίας, που χρονολογείται από την κλασική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο.
Το ακρωτήριο του Αρτεμισίου δεν είναι μόνο γνωστό για τη ναυμαχία που έλαβε χώρα εκεί τον Αύγουστο του 480 π.Χ. μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, αλλά και για δυο μοναδικά χάλκινα αγάλματα, τα οποία ανασύρθηκαν από τη θαλάσσια περιοχή του και αποτελούν δείγματα υψηλής τέχνης. Πρόκειται για το το θεό (Δίας ή Ποσειδώνας) και το λεγόμενο «μικρό ιππέα? του Αρτεμισίου, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Η αξία των ευρημάτων αυτών είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς είναι από τα λίγα προτότυπα έργα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, και πολύ περισσότερο χάλκικα. Τα χάλκινα έργα τέχνης, όταν πλέον δεν ήταν απαραίτητα στους μεταγενέστερους, μπορούσαν εύκολα να λιώσουν και να χρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους για άλλους σκοπούς.
Ήταν τον 2ο ή αρχές του 1ου αι. π.Χ. όταν ένα πλοίο με τα δυο αυτά πολύτιμα έργα τέχνης έπλεε στο στενό του Αρτεμισίου, όπου και ναυάγησε. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την κεραμική, αγγεία και λυχνάρια που ανασύρθηκαν μαζί με τα αγάλματα. Η πορεία του πλοίου και ο χώρος που ήταν τοποθετημένα τα αγάλματα δεν είναι γνωστός. Αν και θεωρείται ότι ο Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου έχει κατασκευαστεί στην Αθήνα, δεν είναι απαραίτητο να είχε αφιερωθεί και σε ένα ιερό της Αττικής. Η κεραμική που βρέθηκε ωστόσο μαζί με τα αγάλματα συνδέεται με τη Μικρά Ασία και την Πέργαμο. Το πλοίο πρέπει να κατευθυνόταν είτε από Βορρά προς τη νότια Ελλάδα μέσω του Ευβοϊκού κόλπου είτε αντίστροφα. Στην προσπάθεια των αρχαιολόγων να συνδέσουν το ναυάγιο με διάφορα γνωστά ιστορικά γεγονότα έχουν προταθεί διάφορες απόψεις. Μια από αυτές αναφέρει ότι το πλοίο πιθανόν να μετέφερε λεία από τη Μακεδονία στη Ρώμη μετά την καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ. από τον Καικίλιο Μέτελλο. Μια δεύτερη άποψη ισχυρίζεται ότι το πλοίο είχε πορεία προς την Πέργαμο με λεία από την Κόρινθο μετά την άλωσή της από το Μόμμιο το 146 π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι ο Μόμμιος έδωσε τμήμα της λείας σε στρατηγό του Άτταλου Γ΄ Φιλοποιμένα, ο οποίος τη μετέφερε στην Πέργαμο. Κατά των δυο αυτών υποθέσεων στέκεται η χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε μαζί με τα αγάλματα και τοποθετείται άργοτερα από τα γεγονότα αυτά.
Το Απρίλιο του 1926 πιάστηκε στα δίχτυα ψαράδων από τη Σκιάθο ο αριστερός βραχίωνας του αγάλματος του θεού. Το υπόλοιπο τμήμα του αγάλματος ανασύρθηκε από τον πυθμένα της θάλασας δυο χρόνια αργάτερα και πάλι από ψαράδες και σφουγγαράδες, το Σεπτέμβριο 1928. Το χάλκινο άγαλμα μεταφέρθηκε αμέσως στην Αθήνα. Το Νοέμβριο του 1928 σε έρευνες υπό την αιγίδα πλέον του ελληνικού κράτους ήρθε στο φως το μπροστινό τμήμα του αλόγου και ο μικρός ιππέας. Μικρότερα τμήματα του δεύτερου αγάλματος βρέθηκαν το 1929, ενώ το πίσω μέρος του αλόγου ανασύρθηκε το 1936. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου συντηρήθηκαν, ενώ τα χάλκινα αγάλματα αποτελούν από τότε δυο από τα κυριότερα εκθέματα του μουσείου.
Artemisio,
Cape Artemision, famous for the naval battle between the Greeks and the Persians in 480 BC, is located on the northern tip of Euboea, opposite Mount Pelion. Named after the sanctuary of Artemis Proseioas, which stood on the shore, where the Greek naval forces anchored during the battle, the cape largely owed its prosperity to its privileged location, which allowed control of the entrance from the Aegean Sea into the Pagasitic, Maliakos, and northern Euboean gulfs towards Chalkis. Because the area has not been properly excavated, most of our information comes from the identification of surface remains, from randomly discovered antiquities, and from the little literary evidence referring to the sanctuary and the naval battle of 480 BC. Important information is also provided by the Artemision inscription, which mentions the names of seventeen Euboean municipalities, whose exact location in northern Euboea, however, has not been identified.
Surface finds indicate that Cape Artemision has been occupied since the Neolithic period (approximately 4000 BC). Pottery sherds from the Neolithic, Helladic, and Geometric periods were found on the low hill of Divouni, but superficial architectural remains of the Archaic and Classical periods suggest that the area at Ellinikon was more important in later times. Settlers obviously chose to establish their communities near the shore, and in the Classical and Hellenistic periods settlements developed in areas that were more or less convenient for mooring. These were small, fortified towns, which formed a vast network of seaside forts, whose purpose was to control the seaways in that region. A similar network was created, possibly by the Athenians, after the defection of Istiaia from the Delian League in 446 BC and the establishment of Athenian settlers in the region of Oreos. It is also possible, however, that this network developed at the end of the fourth century or during the third century BC, when Alexander the Great’s successors were at war over the control of southern Greece. The limited and sporadic archaeological finds from the Roman period show that the area was in decline by then.
Apart from the coastal sanctuary of Artemis Proseioas, which is closely connected with the naval battle of 480 BC, a number of settlements, most of them still largely unexplored by archaeologists, developed around Cape Artemision. Neolithic, Helladic and Geometric pottery sherds from the low hill of Divouni on the northeast side of the plain of Istiaia demonstrate that the hill was inhabited from the Neolithic until the Geometric period (seventh century BC). Remains of walls were also identified on Palaiokastro hill, near Cape Artemision and at the village of Kastri Gouvon. Pottery finds date these from the Early Helladic period (2800-2000 BC) until the Roman era. Another ancient settlement probably existed on the hill at Palaiokastro Vasilikon, the remains of which have been largely looted for building material.
The most important town of Cape Artemision is believed to have developed at Vasilika, on the northeast tip of Euboea. Parts of a fortification wall and the remains of walls and other constructions survive on the small peninsula of Cheronisi, also known as Chersonisi (barren island) or Choironisi (island of the pigs), which forms a safe haven for ships, hence the development of the settlement. Their masonry dates these buildings to the Classical-Hellenistic periods, but pottery finds indicate that the area was inhabited from prehistoric times until the Roman period. Approximately one kilometre south of Cheronisi is Kastradaki hill, whose top is occupied by yet another unexplored Euboean archaeological site. This fortified site has imposing walls of limestone, up to three metres high at places, dated after brief examination to the sixth century BC. Fragments of pointed-toe amphorae scattered between the hill and the shore indicate the possible existence of a pottery workshop in this area. Comparison with similar amphorae demonstrated their close resemblance with those produced in the workshops of Skopelos and Alonnisos in the fifth and fourth centuries BC. Finally, the remains of a farmhouse dating from the Classical to the Roman period were identified on a hill at Perivolakia, west of Cheronisi.
ΠΗΓΗ:http://odysseus.culture.gr