Ιστορικό-Περιγραφή Ο βόρειος λόφος, γνωστός και ως «Ζωοδόχος Πηγή» λόγω της ομώνυμης εκκλησίας στους πρόποδές του, αποτελεί ουσιαστικά ένα εκτεταμένο πρανές του νότιου μεγαλύτερου υψώματος με την ονομασία «Άνοιγμα». Στην κορυφή του βρέθηκαν ερείπια οχυρωματικού περιβόλου, θεμέλια μικρής τρίκλιτης βασιλικής, αφιερωμένης σήμερα στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, που χρονολογείται από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 7ου αιώνα, καθώς και λείψανα τοίχων επάνω στο λόφο και γύρω από αυτόν. Στους πρόποδές του υπάρχει σπηλαιώδης εκκλησία με τοιχογραφίες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, των οποίων η τέχνη και η θεματική συνδέονται με τη γειτονική Θεσσαλονίκη (εικ. 1). Στο νότιο λόφο, το «Άνοιγμα», κατά τις ανασκαφικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1983-1988 και το 2004 από την πρώην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η έρευνα έφερε στο φως σύνθετη οχυρωμένη εγκατάσταση των παλαιοχριστιανικών χρόνων, με διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, που τεκμηριώνουν διάρκεια ζωής από τον 4ο έως και τον 7ο αιώνα (εικ. 2). Το συγκρότημα περιλαμβάνει μία τρίκλιτη κοιμητηριακή βασιλική του 4ου αιώνα, η οποία στην ιουστινιάνεια περίοδο τριπλασιάστηκε σε μέγεθος και πλαισιώθηκε από βαπτιστήριο, εργαστήρια, αποθηκευτικούς και άλλους χώρους. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους τελευταίους κατέχει ο ληνός στα ΝΑ του ναού, του οποίου η παρουσία τεκμηριώνει ενδεχομένως την ενασχόληση των κατοίκων του οικισμού με την αμπελουργία (εικ. 3). Τον 10ο αιώνα (;), σε τμήμα του κεντρικού κλίτους της ιδρύθηκε μικρός μονόχωρος ναΐσκος, στον οποίο διακρίνονται υπολείμματα τοιχογραφιών του δεύτερου μισού του 12ου αιώνα (εικ. 4). Στα ΝΑ του συγκροτήματος ανασκάφηκε νεκροταφείο, που και αυτό γνώρισε επάλληλες οικοδομικές φάσεις. Στην περιοχή μεταξύ των δύο λόφων, όπως αποκαλύφθηκε από σύντομες ανασκαφικές εργασίες, υπήρχαν χώροι με αποθηκευτική χρήση, πιθανόν του τέλους του 4ου αιώνα. Συνολικά, οι κατά καιρούς ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως μια σημαντική οικιστική θέση, σε στρατηγικό σημείο στις όχθες του Γαλλικού, η οποία ξεκίνησε ως μια μικρή εγκατάσταση, για να εξελιχθεί σταδιακά, στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, σε οργανωμένο οικισμό, με κύριες δραστηριότητες των κατοίκων, όπως έχει υποστηριχθεί, τη χρυσοθηρία από τα νερά του ποταμού, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η παλαιότερη άποψη των ερευνητών ταύτιζε τον αρχαιολογικό χώρο με τον ρωμαϊκό σταθμό Gal(l)icum, ο οποίος υποκρύπτεται στην ονομασία Καλικός, την άπαξ αναφερόμενη ομώνυμη έδρα επισκοπής κατά τον 7ο αιώνα. Παρά το ότι η άποψη αμφισβητείται από τη σύγχρονη έρευνα, είναι φανερή η σημασία που προσέδωσαν στον χώρο της Κολχίδας οι μελετητές. Δεν γνωρίζουμε την ονομασία της Κολχίδας κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Ωστόσο, το δ΄ τέταρτο του 15ου αιώνα και το 1568/69, ο ερειπωμένος σήμερα οικισμός της αντίπερα όχθης του Γαλλικού ποταμού αναφέρεται σε οθωμανικά κατάστιχα ως Ακτσέ Κλισέ και Μπέλα Τσίρκβα (Άσπρη Εκκλησία), πιθανόν λόγω της εντύπωσης που θα προκαλούσαν τα ιστάμενα λευκωπά (;) μέρη των εκκλησιαστικών και άλλων κτισμάτων των δύο αντικρυνών λόφων. Έτσι, η λανθάνουσα ονομασία του μεσαιωνικού οικισμού μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι οι δύο οικισμένες όχθες του ποταμού αποτελούσαν όψεις της ίδιας κατοίκησης είτε σε ταυτόχρονο είτε σε διαδοχικό χρονικά ορίζοντα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι στην ευρύτερη περιοχή της Κολχίδας, τόσο στη Δ. όσο και στην Α. όχθη του χρυσοφόρου Γαλλικού ποταμού, έχουν εντοπιστεί και άλλες αρχαιολογικές θέσεις από την προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή, υποδεικνύοντας τη συνεχή κατοίκηση του χώρου και τον κομβικό ρόλο του ποταμού και των οικισμένων θέσεων για το εμπόριο και την οικονομία της περιοχής.