Ο πονηρός βασιλιάς της Εφύρας αποκάλυψε στον ποτάμιο θεό τον κλέφτη της κόρης του Αίγινας, που δεν ήταν άλλος από το Δία, και ως αντάλλαγμα πήρε μια πηγή πάνω στο βράχο του Ακροκορίνθου. Εγγονός του Σίσυφου είναι ο περίφημος Βελλερεφόντης, ο οποίος κατάφερε να δαμάσει το φτερωτό άλογο Πήγασο και να σκοτώσει με τη βοήθεια των θεών τη Χίμαιρα, το αλλόκοτο πλάσμα με κεφάλι λιονταριού, κορμί κατσίκας και ουρά φιδιού. Ο Βελλεροφόντης, όμως, τιμωρήθηκε από τους θεούς με τραγικό θάνατο όταν, φτάνοντας στην ύβρη, όπως ακριβώς ο παππούς του, θέλησε με τον Πήγασο ν’ ανέβει στον Όλυμπο και να συμβιώσει με τους θεούς. Στην Κόρινθο, σύμφωνα πάντα με τους μύθους, έφτασε κυνηγημένο το βασιλικό ζευγάρι Ιάσων και Μήδεια, εκεί λέει η μία εκδοχή του μύθου, συντελέστηκε το στυγερό έγκλημα της παιδοκτονίας από την πριγκίπισσα της Κολχίδας. Δηλαδή, όταν ο Ιάσων με προτροπή του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη του Γλαύκη, η απατημένη και προδομένη Μήδεια, εκδικούμενη τον άνδρα της, έσφαξε τα δύο ανήλικα παιδιά της με τα ίδια της τα χέρια. Κατόπιν, η παιδοκτόνος, κατέφυγε στο Ηραίο της Περαχώρας για να κρυφτεί. Στην Κόρινθο, επίσης, κυνηγημένος κατά μία έννοια κι από την ίδια του την τραγική μοίρα έφτασε μωρό ακόμη ο Οιδίποδας, ο οποίος υιοθετήθηκε από τη βασιλική οικογένεια της πόλης και ανατράφηκε ως βασιλόπουλο στην Τενέα. Μεγαλώνοντας ο Οιδίποδας, προκειμένου να διασκεδάσει τις αμφιβολίες του για το αν είναι πραγματικός γόνος του Πολύβου και της Μερόπης, ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία του επεσήμανε ότι μία μέρα θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη μητέρα του, χωρίς να του αποκαλύψει την αλήθεια για την καταγωγή του. Πικραμένος εκείνος αποφάσισε να μη γυρίσει στην Κόρινθο, να πορευτεί προς τη Θήβα, όπου και συνάντησε τον αληθινό του πατέρα Λάιο, τον οποίο σκότωσε, ενώ στην είσοδο της πόλης έλυσε το περίφημο αίνιγμα της Σφίγγας και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη. Σύμφωνα με το μύθο, το όνομά της η πόλη της Κορίνθου, το οφείλει στον ομώνυμο ήρωα Κόρινθο, ο οποίος ήταν γιος του Μαραθώνα και μακρινός απόγονος του θεού Ερμή. Η Τενέα, οικίστηκε σύμφωνα με το μύθο από Τενέδιους που μετέφερε με τη βία, ο Αγαμέμνων από την Τένεδο, έτσι άλλωστε δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία του Απόλλωνα. Ο Ισθμός, το στενό κομμάτι γης, που ενώνει την Πελοπόννησο με τη Στερεά Ελλάδα, αποτέλεσε σημείο τριβής μαζί με την Κόρινθο, μεταξύ του Ποσειδώνα και του Ήλιου. Οι υπόλοιποι θεοί που έκριναν τη διαμάχη αποφάσισαν ο Ήλιος να κρατήσει την περιοχή της Κορίνθου, ενώ ο Ποσειδώνας να κυριαρχήσει στην περιοχή του Ισθμού. Εκεί, σύμφωνα με το μύθο, η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του Μελικέρτη στην πλάτη ενός δελφινιού. Ο Μελικέρτης, γιος της Ινούς, της μητριάς του Φρίξου και της Έλλης, από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, πνίγηκε στα νερά του Αιγαίου, όταν η μητέρα του αλλόφρων έπεσε στη θάλασσα κρατώντας τον στην αγκαλιά της. Οι κάτοικοι της περιοχής συνέλεξαν το πτώμα του άτυχου παιδιού, τον ονόμασαν Παλαίμονα και τον λάτρεψαν σαν θεότητα, καθιερώντας αγώνες προς τιμήν του, τα περίφημα Ίσθμια. Η Σικυώνα, διαθέτει μία από τις πλουσιότερες μυθολογικές παραδόσεις στη χώρα μας. Απαντάται για πρώτη φορά στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μυκώνη. Σ’ αυτή την περιοχή, λοιπόν, λέγεται ότι συγκεντρώθηκαν οι θεοί και οι άνθρωποι μετά την Τιτανομαχία, προκειμένου να χωρίσουν τα αγαθά του κόσμου. Κριτής ήταν ο Τιτάνας Προμηθέας. Ο Προμηθέας, άκρως φιλάνθρωπος και προνοητικός, κατάφερε να ξεγελάσει τους θεούς, να τους αναγκάσει να αποδεχτούν τα κόκκαλα και όχι τα κρέατα των σφαγείων ως θυσία στους βωμούς τους, αλλά και να κλέψει το ουράνιο πυρ για χατίρι των ανθρώπων. Γι’ αυτή του την πράξη τιμωρήθηκε από τους Ολύμπιους να μένει για πάντα αλυσσοδεμένος στο όρος Καύκασος, όπου ο αϊτός του Δία κάθε πρωί κατασπάραζε το συκώτι του, το οποίο, όμως, ξαναγεννιόταν τη νύχτα, με αποτέλεσμα το μαρτύριό του να συνεχίζεται εσαεί. Κατόπιν, οι άνθρωποι ονόμασαν την περιοχή τους Αιγιαλεία, δηλαδή “η παράλια”. Εδώ έφτασαν κυνηγημένοι ο Απόλλων και Άρτεμις μετά την Πυθοκτονία στους Δελφούς, ζητώντας εξαγνισμό. Επειδή, όμως, κανείς δεν μπορούσε να τους εξαγνίσει, έφυγαν ζητώντας λύτρωση στο νησί της Κρήτης. Τέλος, η πόλη ονομάστηκε Σικυώνα, από τον ομώνυμο ήρωα, γιο του Μαραθώνα και αδελφό του Κόρινθου, που αναφέραμε νωρίτερα. Λίγο νοτιότερα από τη Σικυώνα, στις όχθες του Ασωπού ποταμού, υπάρχει η ακρόπολη της Τιτάνης, η οποία, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν η πρώτη κατοικία των Τιτάνων και ιδιαιτέρως του θεού Ήλιου. Στην περιοχή αυτή έφτασε κάποτε ο γιος του Απόλλωνα, ο θεός της Ιατρικής, ο Ασκληπιός, ο οποίος ίδρυσε εκεί Ασκληπιείο, ένα από τα αρχαιότερα στον ελληνικό χώρο. Η Νεμέα, πολλαπλά συνδεδεμένη με μύθους και παραδόσεις, έγινε περισσότερο γνωστή από τον περίφημο άθλο του Ηρακλή, την εξόντωση δηλαδή του φοβερού λιονταριού που λυμαινόταν την περιοχή. Το Λιοντάρι της Νεμέας ήταν ένα τρομερό σε δύναμη, οργή και όγκο ζώο το οποίο ζούσε σε μία σπηλιά με δύο εξόδους, στο όρος Τρητόν. Ο ημίθεος ήρωας, έφραξε τη μία έξοδο της σπηλιάς εγκλωβίζοντας, έτσι, το ζώο μέσα και κατόπιν το κατέβαλε χτυπώντας το με το ρόπαλό του, ενώ, τέλος, το έπνιξε με τα χέρια του. Στην Νεμέα εξάλλου, στάθμευσαν κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους προς τη Θήβα οι επτά Αργείοι στρατηγοί, ζήτησαν -λέει ο μύθος- νερό από μια παραμάνα, η οποία φυλούσε το γιο του βασιλιά της πόλης, Οφέλτη. Η νεαρή γυναίκα άφησε το βρέφος για να πάει να φέρει νερό στους στρατηγούς και τότε ένα φίδι δάγκωσε θανάσιμα το μικρό Οφέλτη. Από τότε οι Αργείοι τιμούσαν με αγώνες νεκρικούς το βρέφος, οι οποίοι ονομάστηκαν Νέμεια. Στη γη της Νεμέας, βασίλεψε σύμφωνα με το μύθο, ο Φλίας γιος του θεού Διόνυσου, ο οποίος ίδρυσε πόλη που έφερε το όνομά του, τη Φλιασία. Εκεί, σύμφωνα με μία εκδοχή, καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά η άμπελος και παράχθηκε οίνος, ο περιώνυμος φλιάσιος οίνος, το δε κλήμα θεωρείται πως ήταν δώρο του θεού προς το θνητό γιο του. Βόρεια του νεμεατικού πεδίου δεσπόζει το όρος του Φωκά, το οποίο κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Απεσάς. Το όνομά του, σύμφωνα με το μύθο, το οφείλει στον Περσέα, ο οποίος πρώτος θυσίασε στην κορυφή του στον Απεσάντιο (αυτόν που βρίσκεται μακριά) Δία, μετά το πέρας της εκστρατείας του στα νησιά του Ωκεανού και το φόνο της Μέδουσας. Το όνομά της η Νεμέα το οφείλει σε ομώνυμη νύμφη, κόρη του ποταμού Ασωπού. Η Στυμφαλία, έχει στενά δεμένη τη μυθολογική της παράδοση με την ομώνυμη λίμνη, η οποία σχηματιζόταν το χειμώνα από τις πλημμύρες του ποταμού Στύμφαλου. Σ’ αυτό το χώρο έφτασε ο Ηρακλής προκειμένου να εκτελέσει έναν από τους άθλους του, την εξόντωση των Στυμφαλίδων όρνιθων οι οποίες λυμαίνονταν την περιοχή. Οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν πουλιά μεγάλου μεγέθους με σιδερένια νύχια οι οποίες φώλιαζαν στα νερά του ποταμού κι από κει εξαπέλυαν επιθέσεις καταστρέφοντας τις εσοδείες των ανθρώπων και σκοτώνοντας ζώα και παιδιά. Ο Ηρακλής κατάφερε, χτυπώντας σιδερένια κρόταλα, να τις αναγκάσει να εμφανιστούν κι έτσι τις σκότωσε με τα δηλητηριασμένα βέλη του. Τη γη της Στυμφαλίας ζώνει κι ένας άλλος θρύλος, αυτός του τάφου του βασιλιά Αίπυτου. Ο Αίπυτος, που σύμφωνα με το μύθο ήταν από τους πρώτους οικιστές της περιοχής, λάτρης του κυνηγιού, πέθανε από το δάγκωμα του φιδιού Σαπίτης. Τάφηκε, σύμφωνα με το μύθο, με πολλές τιμές και άφθονα πλούτη σε μια περιοχή του Γεροντίου όρους, η οποία αναζητάται ακόμη και σήμερα από αρχαιολόγους και τυχοδιώκτες. Η Στυμφαλία το όνομά της το οφείλει στον ομώνυμο ήρωα Στύμφαλο ή Στύμφηλο. Ο Φενεός, ή η Φενεός, κρατά καλά κρυμμένους στα σπλάχνα της γης της πολυδαίδαλους μύθους, που μπλέκουν στα ξόμπλια τους θεούς, ημίθεους και θνητούς. Η εύφορη πεδιάδα του μετατρεπόταν ανέκαθεν σε λίμνη, το χειμώνα, μιας και τα όμβρια ύδατα, που μετέφεραν οι ποταμοί Όλβιος και Δόξας, δεν έβρισκαν διέξοδο προς τη θάλασσα. Η πεδιάδα αποσυμφοριζόταν πάντα μέσω των καταβοθρών, που υπάρχουν στους πρόποδες του βουνού Σαϊτάς. Ο μύθος, λοιπόν, λέει γι’ αυτές τις καταβόθρες, πως είναι έργα του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος έχοντας δεσμούς αίματος με την περιοχή (η Λαονόμη, η προμαμή του ήταν Φενεάτισσα), αποφάσισε να λυτρώσει από το έλος, που σχηματιζόταν και να αποδώσει στους κατοίκους της, το εύφορο έδαφος. Κατασκεύασε λοιπόν μεγάλα κανάλια, τα οποία ακόμη και σήμερα λειτουργούν ικανοποιητικά, προκειμένου τα νερά να διοχετεύονται στις καταβόθρες. Από αυτά τα χάσματα, ένας άλλος μύθος, που ισχυρίζεται πως ήταν είσοδοι για το βασίλειο του Άδη, αναφέρει ότι κατέβηκε η Δήμητρα στον Κάτω Κόσμο, αναζητώντας την μονάκριβη κόρη της, την Περσεφόνη. Σ’ αυτό το μύθο, ίσως οφείλεται η λατρεία της Κιδαρίας Δήμητρας στην ευρύτερη περιοχή, η οποία λατρεία, σύμφωνα με τον Παυσανία, έμοιαζε με αυτή των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Τέλος, στη Φενεό, έφτασε ο Ηρακλής μαινόμενος, μετά την αρπαγή του τρίποδα των Δελφών, προκειμένου να χτίσει δικό του Μαντείο, μιας και η Πυθία, κατ’ εντολή του Φοίβου, δεν του έδινε χρησμό. Εκεί, τον πρόλαβε ο Απόλλων. Θεός και ήρωας πιάστηκαν στα χέρια, μα ένας κεραυνός από το χέρι του Διός απέτρεψε την αιματηρή μάχη μεταξύ των ετεροθαλών αδελφών και απεκατέστησε την τάξη, αφού ο Απόλλων πήρε πίσω τον τρίποδά του και ο Ηρακλής τον επιθυμητό χρησμό. Το όρος της Κυλλήνης, έχει στενά δεμένη την ιστορία του με το θεό Ερμή, ο οποίος εξάλλου λατρευόταν και στην περιοχή της Ευρωστίνης. Σ’ ένα σπήλαιο της Κυλλήνης, λέει ο ομηρικός ύμνος, που είναι αφιερωμένος στον Αργεϊφόντη, η αρχαία νύμφη, η Μαία, έφερε στον κόσμο τον καρπό του έρωτά της με τον πατέρα των Θεών και των Ανθρώπων, το Δία. Ο μικρός Ερμής, το πρώτο βράδυ της γέννησής του, δραπέτευσε από το λίκνο του και έφτασε στη Θεσσαλία, όπου έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα. Κατόπιν, φτάνοντας το άλλο πρωί στην Κυλλήνη, θέλησε να περιηγηθεί στη γύρω περιοχή κι έτσι έφτασε στο τραπεζοειδές όρος που βρίσκεται δυτικότερα, πάνω από την σημερινή περιοχή της Ευρωστίνης. Εκεί ανακάλυψε μια χελώνα. Χρησιμοποιώντας το καβούκι της και τα νεύρα από ένα βόδι, έφτιαξε μία λύρα, το πρώτο κατά το μύθο μουσικό όργανο που κατασκευάστηκε στον κόσμο. Αυτή η λύρα του φάνηκε χρήσιμη αργότερα, προκειμένου να εξευμενίσει τον Απόλλωνα, που έφτασε οργισμένος στην Κυλλήνη, αναζητώντας το κοπάδι του. Ο νεαρός θεός προσέφερε στον αδελφό του τη λύρα ως αντάλλαγμα για τα βόδια του και ο Φοίβος, μαγεμένος από την ανακάλυψη της μελωδίας που παρήγ