Ιστορία της Κορινθίας
Κατηγορία
No data
Τοποθεσία
Kiato
Λέξη-κλειδί
ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Βαθμολογία
0/5
Ανεσεις/παροχες
Data not found.
περιγραφη

Αρχαιότητα

Η αρχαία κορινθιακή χώρα συμπίπτει με το σημερινό νομό Κορινθίας, μόνο ως προς τα ανατολικά όρια της, ενώ διαφέρει σημαντικά κατά τα υπόλοιπα. Έτσι, τα δυτικά σύνορα της αρχαίας γης ακολουθούσαν την κοιλάδα του ποταμού Σύθα στο σημερινό Ξυλόκαστρο, αφήνοντας απ’ έξω τα Τρίκαλα και το όρος της Κυλλήνης. Τα νότια σύνορά της δεν περιελάμβαναν τις περιοχές της Στυμφαλίας και του Φενεού, που ανήκαν στην Αρκαδία, ενώ μετά τη Νεμέα, η Κορινθία ενωνόταν με την Αργολίδα και εκτεινόταν μέχρι την παραλία του σημερινού Τυρού. Η αναφορά μας, στην πολυτάραχη ιστορία της, θα ακολουθήσει τα σημερινά όρια του νομού.

 

Τα πρώτα σημάδια οίκησης κατά την προϊστορική εποχή τα βρίσκουμε στις περιοχές του Φενεού, της Στυμφαλίας, της Νεμέας, της λίμνης Βουλιαγμένης του Λουτρακίου, αλλά κυρίως στον οικισμό του Κοράκου, στην δυτική έξοδο της σημερινής πόλης της Κορίνθου. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι κατοικείτο ήδη από την 5η π.Χ. χιλιετία και γνώρισε μεγάλη άνθιση μέχρι τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, όταν διαπιστώνεται καταστροφή του. Το 1900 π.Χ. η παραλιακή Κορινθία εποικίζεται από Ίωνες, ενώ η νότια (Φενεός, Στύμφηλος) από Αρκάδες. Το 1500 π.Χ. εμφανίζονται, σε όλη την Κορινθία, Αχαιοί και δημιουργούνται μυκηναϊκά κέντρα, τα οποία μνημονεύονται στον Κατάλογο των Νηών της Ιλιάδας: Κόρινθος, Κλεωναί, Σικυών, Γονόεσσα (σημ. Πύργος;) Πελλήνη, Φενεός και Στύμφηλος. Το 1200 π.Χ. οι Δωριείς ή Ηρακλειδείς όπως είναι γνωστοί στην αρχαιότητα, εισέβαλλαν στην Πελοπόννησο. Ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία χωρίστηκαν κατέλαβε το Σολύγειο λόφο κι εν συνεχεία κυρίευσε όλη την Κορινθία πλην των Αρκαδικών πόλεων, Φενεού και Στύμφηλου.

 

Συχνές Ερωτήσεις
Από τα μέσα του Θ΄ π.Χ. αιώνα οι Κορίνθιοι αρχίζουν τις εξαγωγές αγγείων στην Δυτική Ελλάδα κι εν συνεχεία ιδρύουν αποικίες στην Ιθάκη και την Κέρκυρα, ενώ το 734 π.Χ. Τενεάτες με αρχηγό τον Αρχία ιδρύουν την πόλη των Συρακουσών στη Σικελία. Το 704 π.Χ. ο Αμεινοκλής, κατά διαταγή των Κορινθίων, κατασκευάζει τις πρώτες τριήρεις, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ναυπηγική ιστορία του τόπου μας. Την ίδια εποχή, τα κορινθιακά κεραμικά εργαστήρια παρουσιάζουν μεγάλη άνθιση και υιοθετούν μια νέα τεχνική διακόσμησης των αγγείων, που ονομάζεται μελανόμορφη και φέρνει επανάσταση στην ελληνική τέχνη. Το 660 π.Χ. η Κόρινθος εμπλέκεται με τους Κερκυραίους, στην αρχαιότερη -παλαίτατη σύμφωνα με το Θουκυδίδη- ναυμαχία μεταξύ ελληνικών πόλεων και λίγα χρόνια αργότερα, τύραννος της πόλης αναλαμβάνει ο Περίανδρος, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας. Ο διάσημος αυτός άντρας συνέλαβε κι επιχείρησε μεγάλα τεχνικά έργα, όπως τη διάνοιξη του Ισθμού, την κατασκευή του διόλκου, ενώ ακολουθώντας την πολιτική του πατέρα του Κύψελου -ο οποίος είχε ιδρύσει αποικίες στην Λευκάδα, το Ανακτόριο και την Αμβρακία- έκτισε την Απολλωνία στην Ιλλυρία και την Ποτίδαια στην Χαλκιδική. Το 582 π.Χ. και το 573 π.Χ. τα Ίσθμια και τα Νέμεια αντίστοιχα, αναδιοργανώνονται και αποκτούν πανελλήνιο χαρακτήρα. Τελούνται αμφότεροι σαν τριετηρικοί αγώνες, οι πρώτοι κατά την άνοιξη στο δεύτερο και τέταρτο έτος των Ολυμπιάδων και οι δεύτεροι τον Ιούλιο του πρώτου και τρίτου έτους. Την ίδια εποχή, τόσο στην Κόρινθο όσο και στη Σικυώνα συναντούμε τα πρώτα σπέρματα του θεάτρου και της τραγωδίας. Έτσι, στην αυλή του Περίανδρου ο Λέσβιος Αρίων εξελίσσει τον διθύραμβο σε αυτόνομο ποιητικό-μουσικό είδος, μεταμφιέζοντας παράλληλα τους χορευτές του κι αυτό κάνει το Σόλωνα να χαρακτηρίσει αυτές τις συνθέσεις ως “δράμα τραγωδίας”. Παράλληλα, στη γειτονική Σικυώνα οι “τραγικοί χοροί” με τους οποίους τιμούσαν τον Αργείο Άδραστο -λόγω της αντιαργείας πολιτικής του Κλεισθένη- αποδόθηκαν στο Διόνυσο κι εκεί ανάγονται τα χαρακτηριστικά κατάλοιπα του θρηνητικού στοιχείου, που θεωρείται ένα από τα βασικά συστατικά της τραγωδίας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πρώτος τραγικός ποιητής, θεωρείται ο Σικυώνιος Επιγένης. Εκείνη την εποχή στη Σικυώνα κυβερνά ο τύραννος Κλεισθένης, απόγονος του Ορθαγόρα και συνεχιστής της ομώνυμης δυναστείας, ο οποίος ακολούθησε κατ’ εξοχήν αντιδωρική πολιτική, κυρίως εναντίον του Άργους, από το οποίο απέσπασε τις Κλεωνές και την Πελλήνη, ενώ έλαβε μέρος στον Α΄ Ιερό Πόλεμο αποσπώντας σημαντικά λάφυρα. Η κόρη του, Αγαρίστη, παντρεύτηκε μεταξύ του 580 και 575 π.Χ. τον Αθηναίο Μεγακλή κι έγινε μητέρα του Κλεισθένη του Αθηναίου, του εμπνευστή του πολιτεύματος της Δημοκρατίας. Το 481 π.Χ., στο ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, οι Έλληνες για πρώτη φορά μετά τα Τρωϊκά ενώνονται, για να αντιμετωπίσουν τον περσικό κίνδυνο. Από τότε το Ιερό του Ποσειδώνα απετέλεσε το κέντρο του ενωμένου ελληνισμού, όπου συγκαλούνταν κατ’ εξοχήν τα Πανελλήνια Συνέδρια. Κορίνθιοι, Φλιάσιοι και Σικυώνιοι συμμετείχαν τόσο στη μάχη των Θερμοπυλών όσο και στων Πλαταιών. Το 460 π.Χ., με αφορμή προσχώρηση των Μεγαρέων στην Αθήνα, αναπτύσσεται σφοδρό μίσος μεταξύ Κορινθίων και Αθηναίων, που οδηγεί στον πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο, στον οποίο κανείς δεν βρέθηκε νικητής, όταν έληξε μετά την επέμβαση των Σπαρτιατών. Το 433 π.Χ., όμως, το υποβόσκον μίσος μεταξύ των δύο ελληνικών πόλεων και μια σειρά συγκρούσεων και αντεκδικήσεων μεταξύ των αποικιών τους, οδήγησε στον Β΄ Πελοποννησιακό Πόλεμο. Έτσι το 429 π.Χ. ο κορινθιακός στόλος απέτυχε να νικήσει τον αθηναϊκό σε ναυμαχία ΒΔ της Πάτρας, ενώ το 425 π.Χ. μεγάλη απόβαση του αθηναϊκού στρατού στην περιοχή της Σολυγείας οδήγησε σε ήττα των Κορινθίων, οι οποίοι όμως το επόμενο έτος κατάφεραν να αποσπάσουν τα Μέγαρα από τους Αθηναίους. Το 421 π.Χ. οι Κορίνθιοι εναντιούμενοι στην “Ειρήνη του Νικία” που συνετάγη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, προχώρησαν σε αντισπαρτιατική συμμαχία με το Άργος, η οποία σύντομα διαλύθηκε, αφού κατάφεραν να πείσουν τελικώς τους Σπαρτιάτες να αναμειχθούν και πάλι στον πόλεμο. Έτσι, το 414 π.Χ. οι Αθηναίοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία στην κορινθιακή αποικία των Συρακουσών, η οποία έμελε να λήξει με παταγώδη και τραγική ήττα των Αθηνών. Εν συνεχεία, ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην ανατολική όχθη του Αιγαίου, όπου ο κορινθιακός στόλος ακολούθησε τους Σπαρτιάτες, καταφέρνοντας, τελικά, μεγάλη νίκη εναντίον των Αθηναίων το 404 π.Χ., στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μάχη η οποία σήμανε και το τέλος του πολέμου. Μερικά χρόνια αργότερα, η κουρασμένη κι εξαντλημένη Κόρινθος αντιστάθηκε στην Σπαρτιατική ηγεμονία, συμμάχησε με τους Αθηναίους, αλλά, τελικώς, σε μάχη στο Νέμεο ποταμό (σημ. Ζαπάντης) υπέστη συντριπτική ήττα από τους Λακεδαιμονίους. Το 370 π.Χ. ιδρύθηκε το Αρκαδικό Κοινό, το οποίο περιελάμβανε τις πόλεις Φενεό και Στύμφηλο, ενώ ένα χρόνο αργότερα οι Βοιωτοί -που στο μεταξύ είχαν ιδρύσει το Βοιωτικό Κοινό- εξεστράτευσαν εναντίον της Κορινθίας αλλά και όλης της Πελοποννήσου. Σε δεινή θέση περιήλθαν η Κόρινθος, η Σικυώνα, αλλά και ο Φλειούντας. Το 366 π.Χ. οι Κορίνθιοι και οι Φλειάσιοι συνήψαν ειρήνη με τους Θηβαίους κι εγκατέλειψαν την πολεμική προσπάθεια. Εν τω μέσω οξύτατων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, αποτόκων του πολέμου, το 345 π.Χ. η Κόρινθος ενεπλάκη σε νέα πολεμική επιχείρηση, στη Σικελία αυτή τη φορά, βοηθώντας τις Συρακούσες να αντιμετωπίσουν τον καρχηδονιακό κίνδυνο. Στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας αναδείχθηκε ως άνδρας εξαίρετου ήθους και υψηλού φρονήματος, ο Τιμολέων, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Κατάφερε να ελευθερώσει όλες τις πόλεις της Σικελίας και να εγκαθιδρύσει δημοκρατικά πολιτεύματα, έγινε έτσι ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό και τάφηκε με μεγάλες τιμές στην γη των Συρακουσών. Το 337 π.Χ. μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, στο ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, συνεκλήθη υπό το Φίλιππο τον Β΄, το δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο, όπου συστάθηκε το “Κοινό των Ελλήνων” και αποφασίστηκε η εκστρατεία στην Περσία. Ένα, μόλις, χρόνο αργότερα και μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και την ανακήρυξη του Αλεξάνδρου, ως βασιλιά της Μακεδονίας, το συνέδριο επαναλήφθηκε -πλην Λακεδαιμονίων- κι ο νεαρός βασιλιάς αναγορεύτηκε “στρατηγός αυτοκράτωρ”. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Κόρινθος και η Σικυώνα περιήλθαν στην κατοχή του Αλεξάνδρου γιου του Πολυπέρχοντος, ενώ η Στύμφηλος και οι Κεχρεές βρέθηκαν υπό τον Κάσσανδρο, με τον οποίο, όμως, συμμάχησε ο Αλέξανδρος, στη συνέχεια. Ωστόσο, η γυναίκα του Αλεξάνδρου, η οποία τον διαδέχτηκε μετά τη δολοφονία του, παρέδωσε το 308 π.Χ. τις δύο πόλεις στον Πτολεμαίο, ο οποίος δεν κατάφερε να τις διατηρήσει, αφού δύο χρόνια αργότερα η Κόρινθος πέρασε στην κυριαρχία του Κασσάνδρου και η Σικυώνα τρία χρόνια αργότερα “ελευθερώθηκε” από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, τον οποίο δέχτηκαν στη συνέχεια και οι Κορίνθιοι, ως ελευθερωτή. Το 302 π.Χ. ο Δημήτριος συνεκάλεσε στην Κόρινθο συνέδριο και επανίδρυσε τη “Συμμαχία της Κορίνθου”. Το 251 π.Χ. κι ενώ η Σικυώνα έχει περάσει στα χέρια διαφόρων τυράννων, κάνει την εμφάνισή του στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή της εποχής ένας νέος άντρας, ο Άρατος, ο οποίος καταφέρνει να εκδιώξει τον τύραννο Νικοκλή, να εγκαθιδρύσει δημοκρατία και να εντάξει την πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, όπου εκλέγεται στρατηγός λίγο αργότερα. Το 243 π.Χ. κυριεύει για λογαριασμό της Συμπολιτείας την Κόρινθο και το Λέχαιο, όμως το 225 π.Χ. αναγκάζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον σπαρτιατικό κίνδυνο, να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες και να παραδώσει σ’ αυτούς την Κόρινθο, καταστέλλοντας ταυτόχρονα εξέγερση στη Σικυώνα. Ο λαμπρός Σικυώνιος στρατηγός πέθανε το χειμώνα του 214/3 π.Χ., σε ηλικία 57 χρονών. Την άνοιξη του 196 π.Χ., οι Ρωμαίοι, που βρίσκονται σε πόλεμο με τους Μακεδόνες, συγκαλούν στην Κόρινθο συνέδριο για την τύχη των ελληνικών πόλεων, όπου αποφασίζουν, αφ’ ενός μεν την εγκαθίδρυση ρωμαϊκής φρουράς στον Ακροκόρινθο, αφ’ ετέρου δε το αφρούρητο και αφορολόγητο των ελληνικών πόλεων, ενώ δύο χρόνια αργότερα αποχωρεί και η φρουρά από την ακρόπολη της Κορίνθου και η πόλη γίνεται έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, γεγονός που πλήρωσε πολύ ακριβά 50 χρόνια αργότερα. Το Μάιο του 146 π.Χ. η τακτική συνέλευση της Αχαϊκής συμπολιτείας στην Κόρινθο αποφασίζει την κήρυξη του πολέμου τυπικά εναντίον των Σπαρτιατών, ουσιαστικά, όμως, εναντίον των Ρωμαίων. Ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος αποστέλλεται από τη Σύγκλητο να αντιμετωπίσει την κατάσταση με σαφείς οδηγίες: Η τιμωρία των Αχαιών να είναι παραδειγματική, ώστε να καταπτοηθούν όλοι οι Έλληνες. Μετά από μία σειρά λάθος χειρισμούς, από πλευράς των στρατηγών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την πόλη της Κορίνθου και επιδόθηκαν στην υλοποίηση της απόφασης της Συγκλήτου, με υπερβολικό ζήλο. Έτσι, έσφαξαν όλους τους άνδρες, πούλησαν ως δούλους τις γυναίκες, τα παιδιά και τους απελεύθερους δούλους, λεηλάτησαν την πόλη και τέλος την πυρπόλησαν. Η Κόρινθος ερημώθηκε κυριολεκτικά. Ένα τμήμα της χώρας δημεύτηκε από τη Ρώμη ως δημόσια γη, ενώ το υπόλοιπο υπήχθη στη Σικυώνα, η οποία ανέλαβε και την οργάνωση των Ισθμίων. Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ επαναποίκισε την Κόρινθο με απελεύθερους και βετεράνους Ρωμαίους, που εξελληνίστηκαν πολύ γρήγορα και την ονόμασε Laus Iulia Corinthus. Η νέα Κόρινθος παρουσίασε πολύ μεγάλη άνθιση, έτσι που σύντομα έγινε η πλουσιότερη και σημαντικότερη πόλη της Πελοποννήσου, επισκιάζοντας ακόμη και την Αθήνα. Η οικονομική της ευημερία διήρκεσε σε όλη την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Έτσι, κατά τη δεύτερη περιοδεία του ο Απόστολος Παύλος βρίσκει στην Κόρινθο μια ανθηρή οικονομικά κοινωνία και παραμένει ενάμισι χρόνο στην πόλη κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα στην περιοχή. Ο Παύλος διατήρησε θερμές σχέσεις με την Εκκλησία της Κορίνθου, μάλιστα επισκέφτηκε άλλες δύο φορές την πόλη. Κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, η οικονομική και εμπορική ευημερία της Κορίνθου κλονίστηκε βαθύτατα από την επιδρομή των Ερούλων, την πρώτη μεγάλη γοτθική επιδρομή. Είναι γνωστό ότι μετά το 267 μ.Χ. ορδές Ερούλων κατέλαβαν και κατέστρεψαν τόσο την Κόρινθο όσο και τη Σικυώνα, αλλά και όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Τέλος, το 346 μ.Χ. κατά την επιδρομή του Βησιγότθου Αλάριχου και των ορδών του, η Κόρινθος, όπως και όλες οι αρχαίες πόλεις της σημερινής Κορινθίας, εγκαταλελλειμένες από το νεοσύστατο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, υπέστησαν τις σοβαρότερες καταστροφές, λεηλατήθηκαν οικτρά, ενώ πολλοί κάτοικοί τους εξανδραποδίστηκαν. Μετά την επιδρομή αυτή σβήνει η αίγλη των αρχαίων χρόνων και αρχίζει οριστικά η βυζαντινή περίοδος. Βυζαντινή περίοδος Η εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας θέση του νομού Κορινθίας απετέλεσε και κατά τη βυζαντινή περίοδο το λόγο για τον οποίο η περιοχή έγινε σημείο τριβών, προστριβών και αντεκδικήσεων μεταξύ Βυζαντινών, Φράγκων και Τούρκων. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός, οχυρώνει την πόλη της Κορίνθου, την οποία ορίζει ως έδρα του Βυζαντινού θέματος της Πελοποννήσου. Κατά το τέλος της πρώτης χιλιετηρίδας μ.Χ., η Κόρινθος γνώρισε μεγάλη βιοτεχνική ακμή, γεγονός που της απέφερε μεγάλο πλούτο, ο οποίος έγινε η αφορμή για τη λεηλασία της από τους Νορμανδούς, κατά το έτος 1146. Το 1190 τα κορινθιακά παράλια ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα λόγω πειρατείας. Την εποχή αυτή, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ανέθεσε στον άρχοντα του Ναυπλίου Θεόδωρο Σγουρό, να ναυπηγήσει στόλο κατά των πειρατών. Ο Λέων Σγουρός, που διαδέχτηκε το Θεόδωρο στην αρχοντία, μεγάλωσε την κυριαρχία του καταλαμβάνοντας το Άργος, την Κόρινθο, περιοχή των Αθηνών κι έφτασε μέχρι τη Λάρισα. Μετά από σύγκρουση με τους Φράγκους και διαδοχικές υποχωρήσεις οχυρώθηκε, τελικά, στον Ακροκόρινθο. Η πολιορκία του κάστρου διήρκεσε τέσσερα χρόνια, εν τω μεταξύ ο Λέων Σγουρός πέθανε (1208) -κατά μία πηγή κατακριμνησθείς από των τειχών του Ακροκορίνθου- και τον διαδέχθηκε ο Μιχαήλ Άγγελος της Ηπείρου. Τελικώς, το κάστρο παραδόθηκε το 1209 ή τις αρχές του 1210. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Κορινθία πέρασε και τυπικά στην Φραγκική κατοχή και υπήχθη στο πριγκηπάτο της Αχαΐας. Το 1289 πρίγκηπας της Αχαΐας έγινε ο Φλαμανδός Φλοράνς ντ’ Αβέσν-Αινώ. Εκείνη την εποχή, οι συγκρούσεις μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών συνεχίζονταν αδιαλείπτως, τελικώς, όμως, δόθηκε λύση χάρη στη διπλωματικότητα του Φλωρεντίου κι έτσι πολλοί Βυζαντινοί εγκαταστάθηκαν στην Κορινθία. Δυστυχώς, όμως, η ειρηνική συμβίωση Φράγκων και Βυζαντινών διήρκεσε λίγο και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν. Από το 1290 έως το 1358, οπότε ανέλαβε την καστελλανία της Κορίνθου ο Νικόλαος Ατζιαϊουόλι με δαπάνη του οποίου επισκευάστηκε ο Ακροκόρινθος, απαλλάχτηκαν οι Κορίνθιοι από χρηματικές οφειλές προς το βασιλικό ταμείο, αλλά και από τις φεουδαλικές υποχρεώσεις τους, πλην εκείνων που κατοικούσαν στα σύνορα της Κορινθίας. Τέλος, μαρτυρείται ότι μέχρι το 1358 η Κόρινθος ήταν έδρα του Λατίνου αρχιεπισκόπου, ενώ άλλες μαρτυρίες της εποχής μιλούν για την τέλεση ιππικών αγώνων στο χώρο της αρχαίας Ισθμίας, στους οποίους ελάμβαναν μέρος περισσότεροι από 1000 ιππότες και βαρώνοι. Μετά το θάνατο του Ατζιαϊουόλι η Κορινθία πέρασε στην κυριαρχία του θετού του γιου, Νέριου, ο οποίος απέβη βικάριος (επίτροπος) της Κορίνθου και των Βασιλικών (Αρχαία Σικυών). Η διοίκησή του περιελάμβανε τα κορινθιακά παράλια έως και τον Ισθμό. Κατά το έτος 1367, έγινε κυρίαρχος και στην καστελλανία της Κορίνθου αποσπώντας την -ως αντίτιμο λόγω ανεξόφλητου δανείου- από τον Άγγελο, πραγματικό γιο του Νικολάου. Κατά την εποχή αυτή, πραγματοποιήθηκαν πλείστοι εποικισμοί Αλβανών στην περιοχή της Κορινθίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Νέριου. Το 1394 ο Νέριος πέθανε και με τη διαθήκη άφηνε τα κάστρα των Βασιλικών (Αρχαία Σικυών) και της Κορίνθου στην κόρη του Φραντσέσκα, σύζυγο του Καρόλου Τόκκου, παρά το γεγονός ότι τα είχε υποσχεθεί στο σύζυγο της δεύτερης κόρης του, Θεόδωρο Παλαιολόγο. Ο τελευταίος, μη αποδεχθείς τη διαθήκη, κατέλαβε με ισχυρό στρατό τα φρούρια της βαρωνείας της Κορίνθου, πλην του Ακροκορίνθου, του οποίου το φρούριο κατείχαν οι εκτελεστές της διαθήκης. Ο Τόκκος κατάφερε με δόλιο τρόπο να αποκτήσει την κυριαρχία του Ακροκορίνθου, ο Θεόδωρος τότε επιτέθηκε ξανά και πιθανόν η διαμάχη να συνεχιζόταν, εάν η τουρκική απειλή δεν τους ανάγκαζε να συμβιβαστούν. Έτσι, το 1395 ο Ακροκόρινθος περιήλθε στην κυριότητα του Θεόδωρου. Το 1400, ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, αντιλαμβανόμενος ότι οι δυνάμεις του δεν ήταν δυνατόν να αναχαιτίσουν την τουρκική προέλαση, πούλησε -θεωρώντας ότι έτσι προστάτευε- την Κόρινθο μαζί με άλλες περιοχές στους Ιωαννίτες, ιππότες της Ρόδου. Η σθεναρή αντίσταση, όμως, των κατοίκων στην κυριαρχία των ιπποτών, ανάγκασε τον Θεόδωρο να ακυρώσει την πώληση, το 1404. Την ίδια εποχή συστήνεται το δεσποτάτο του Μυστρά, με άρχοντα τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιόλογο και η Κορινθία ανήκει πλέον σ’ αυτό. Το 1407, ο Θεόδωρος πεθαίνει και ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος καθιστά δεσπότη τον ανήλικο γιο του, Θεόδωρο Β΄. Τον νεαρό δεσπότη συνοδεύει ο Μεγαδούκας Μανουήλ Φραγκόπουλος, ο οποίος αποβιβάζεται, το Μάρτιο του 1415, στις Κεχρεές και διατάσσει την ανέγερση του Εξαμίλιου τείχους. Οι εργασίες διήρκεσαν 25 μέρες, ενώ για τη συντήρησή του διατάζει φόρο το “Φλωριάτικον”. Το τείχος καταστράφηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 1423, από τους Τούρκους, κατά την επιδρομή του Τουραχάν στην Πελοπόννησο. Από το 1427 έως το 1430, μέσα από διάφορες συγκρούσεις με τους τελευταίους Φράγκους της Πελοποννήσου, αλλά και τον κίνδυνο της τουρκικής εισβολής ή επιδρομής, το δεσποτάτο του Μυστρά βρίσκεται με τρεις άρχοντες, τους αδελφούς Θεόδωρον Β΄, Κωνσταντίνο και Θωμά Παλαιολόγο. Το 1443 ο Θεόδωρος αποχωρεί και στη μοιρασιά μεταξύ Κωνσταντίνου και Θωμά, η Κορινθία περιέρχεται στη δεσποτεία του πρώτου. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, διορατικός και δραστήριος όπως ήταν, φρόντισε αμέσως να επισκευάσει τα μισοκατεστραμμένα τείχη του Ισθμού (1444) και εν συνεχεία εξεστράτευσε προς τη Στερεά Ελλάδα, πετυχαίνοντας απανωτές νίκες, πράγμα που ανησύχησε τους Τούρκους και το σουλτάνο, Μουράτ το Β΄. Έτσι, το φθινόπωρο του 1446, ο Μουράτ έφτασε στα Μεγάλα Δερβένια των Γερανείων, με 60.000 στρατό, έτοιμος να χτυπηθεί με τον Κωνσταντίνο, που είχε οχυρωθεί πίσω από τον καλοτειχισμένο Ισθμό. Παρά τη σθεναρή και ηρωική αντίσταση του Κωνσταντίνου, ο Μουράτ κατάφερε, στις 7 Δεκεμβρίου, να καταστρέψει τα τείχη του Ισθμού και να προελάσει στην Κορινθία, καταστρέφοντας και λεηλατώντας την Κόρινθο και τη Σικυώνα, ενώ οι γενίτσαροι προέβαιναν σε σφαγή του πληθυσμού. Ο Παλαιολόγος, μαζί με τον αδελφό του Θωμά, ίσα που πρόλαβαν να διαφύγουν στη Σολυγεία, για να σωθούν. Ήταν η πρώτη φορά, που η Κορινθία ερχόταν αντιμέτωπη με το τουρκικό γιαταγάνι. Τελικώς, τον ίδιο χειμώνα ο Μουράτ έκλεισε ειρήνη με τον Κωνσταντίνο, αφού τον υποχρέωσε να πληρώνει φόρους και εγκατέλειψε την Πελοπόννησο καταστρέφοντας το Εξαμίλιο τείχος. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου, ο Κωνσταντίνος τον διαδέχθηκε στην αυτοκρατορία, ως Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος και η Κορινθία περιήλθε, πλέον, στη δεσποτεία του αδελφού του, Δημητρίου. Το 1452, σε δεύτερη προέλαση των Τούρκων στην Πελοπόννησο, υπό τον Τουραχάν και τους γιους του Αχμέτ και Αμάρ και κατά την επιστροφή τους προς τον Ισθμό, ο φρούραρχος του Ακροκορίνθου Ματθαίος Ασάνης παρέταξε στρατεύματα στα Δερβενάκια και πέτυχε μεγάλη νίκη, αιχμαλωτίζοντας, μάλιστα, τον γιο του Τουραχάν, Αχμέτ. Το Μάιο του 1453, όμως, η Βασιλεύουσα έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Στις 15 Μαΐου του 1458, ο Μωάμεθ ο Β΄ με πρόφαση τη μη έγκαιρη πληρωμή φόρων από το Θωμά Παλαιολόγο, εισέβαλλε στην Πελοπόννησο και πολιόρκησε την Κόρινθο. Με έκπληξη, διαπίστωσε πως δεν είναι εύκολη η κατάληψη του κάστρου του Ακροκορίνθου και αφήνοντας στο πόδι του τον Μαχμούτ Πασά προχώρησε στο εσωτερικό του Μοριά. Αξιομνημόνευτη είναι η αντίσταση που συνάντησε στον Ταρσό του Φενεού, αλλά και στο οχυρό του Πολυφεγγίου της Νεμέας. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, επέστρεψε στον Ακροκόρινθο, όπου η πολιορκία συνεχιζόταν. Ο Μωάμεθ, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσε να καταβάλει με τα όπλα τους εγκλείστους, άφησε το λιμό και την έλλειψη τροφών να του “παραδώσουν” το φρούριο. Έτσι, ο φρούραρχος Ασάνης συνθηκολόγησε την παράδοσή του, την 6η Αυγούστου 1458. Έκτοτε, η Κορινθία, όπως και όλη η Πελοπόννησος, περιήλθε σε τουρκική κατοχή. Παρόλα αυτά, οι Βενετοί που πάντα έβλεπαν με καλό μάτι την κατοχή του Μοριά, βρίσκονταν σε διαρκή διαμάχη με τους Τούρκους -παρά τις διαρκείς υπογραφές ειρήνης. Στα πλαίσια αυτών των διενέξεων, τον Αύγουστο του 1463 Ενετοί, Έλληνες και Αλβανοί κατέλαβαν τον Άγιο Βασίλειο, ενώ ο Ενετικός στόλος κατέπλεε στις Κεχρεές και στη συνέχεια οχύρωσαν τον Ισθμό, με σκοπό να αποκλείσουν τους Τούρκους της Κορίνθου, από πιθανή βοήθεια. Στις 20 Οκτωβρίου δόθηκε μάχη κάτω από τον Ακροκόρινθο, αλλά λίγες μέρες αργότερα, φοβούμενοι τα ισχυρά τουρκικά στρατεύματα, που κατευθύνονταν εναντίον τους, έλυσαν την πολιορκία και αποσύρθηκαν στο Ναύπλιο. Το Δεκέμβριο του 1481, ο Μέξας Μπουζίκης εισέβαλλε στην Κόρινθο, έσφαξε τον βοεβόδα και αποκόμισε λάφυρα. Στις 7 Αυγούστου του 1687, ο Ενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνης κατέλαβε την Κόρινθο μισοκατεστραμμένη, ενώ το καλοκαίρι του 1692 οι Τούρκοι προήλασαν στον Ισθμό και κατέκαψαν την πόλη και πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία τον Ακροκόρινθο. Τελικώς, μετά και τον τρίτο Βενετοτουρκικό πόλεμο με τη συνθήκη του Κάρλοτς (1699), η Πελοπόννησος αποδόθηκε στους Βενετούς κι έτσι και στην Κορινθία, όπως και σε όλο το Μοριά, άρχισε η δεύτερη Ενετοκρατία, που κράτησε μέχρι το 1715, όταν στις 10 Ιουνίου ο Σερασκέρης Μεγάλος Βεζύρης στρατοπέδευσε, με πλήθος στρατού, στο Σολύγειο λόφο και πολιόρκησε τον Ακροκόρινθο. Το κάστρο παραδόθηκε πολύ γρήγορα, με συνθηκολόγηση την 20η Ιουλίου κι έκτοτε η Κορινθία περιήλθε και πάλι στα χέρια των Τούρκων. Νεώτεροι Χρόνοι (1821 και εξής) Λίγο πριν ξεσπάσει επίσημα η επανάσταση του ’21, αρχές του έτους, η οικογένεια των προκρίτων Νοταράδων, που διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Τούρκο διοικητή της πόλεως Χουσεΐν Κιαμίλμπεη, αντιδρούσε έντονα στην ιδέα της Επαναστάσεως. Έτσι, ο Σωτηράκης Νοταράς, παρά το γεγονός ότι είχε ειδοποιηθεί από τον ηγούμενο του Αγίου Γεωργίου του Φενεού, Ναθαναήλ, να μην υπακούσει στην πρόσκληση των Τούρκων και να μην πάει στην Τριπολιτσά, ξεκινά για την πόλη, ενώ ο Ανδρίκος Νοταράς, αφού έστειλε επιστολή στον Ναθαναήλ, όπου τον συμβούλευε να εμποδίσει κάθε εκδήλωση επαναστάσεως, δέχθηκε να πάει ως όμηρος στον πύργο του Κιαμήλ Μπέη. Εν τω μεταξύ, από την αρχή του έτους, στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Φενεό, έχει συσταθεί το αρχηγείο της Φιλικής Εταιρείας, υπό τον ηγούμενο Ναθαναήλ, με τη συνδρομή των ηγουμένων της Παναγίας του Βράχου Νεμέας Δανιήλ Παμπούκη και των Ταξιαρχών Αμβρόσιο Σιναΐτη. Στις συσκέψεις, που σκοπό είχαν την οργάνωση της επανάστασης, πήραν μέρος οι οπλαρχηγοί της Κορινθίας, Γκολφίνος Πετιμεζάς, Αναγνώστης Κορδής, Χρήστος Ζαχολίτης, Αναγνώστης Μπελίτσης, Αναγνώστης Μπισμπίκης^ οι κλεφτοκαπεταναίοι σύντροφοι του Κ. Κολοκοτρώνη, Αναγνώστης Οικονομόπουλος, Παπα-Γεώργιος Νίκας αρχηγός της Καστανιάς, Παπα-Θανάσης Πιτσούνης αρχηγός της Βόχας, καπετάν Γιώργος Δανόπουλος της Νεμέας, Παναγιωτάκης Γεραρής της Ζάχολης, ο ηγούμενος του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, Γερμανός και άλλοι φιλικοί, όπως οι Οικονομαίοι της Γκούρας, ο Σακελλάριος από τα Καλύβια, ο Γεωργάκης Μιχαήλ από τη Σολυγεία. Στις 14 Μαρτίου του 1821, στον Άγιο Γεώργιο της Ζάχολης έγινε πανηγυρική δοξολογία και υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης, με τα χαρακτηριστικά σύμβολα της Φιλικής Εταιρίας. Την επομένη, ο Γ. Δανόπουλος, οπλαρχηγός της Νεμέας, σκότωσε στα Δερβενάκια τον τάταρη της Κορίνθου, ενώ, ταυτόχρονα, ο Γκολφίνος Πετμεζάς σκότωσε στο Λιόντι τον εισπράκτορα του Κιαμίλμπεη. Την ίδια μέρα, συγκεντρώθηκαν στην Περαχώρα οι Φιλικοί πρόκριτοι, στα Δερβενοχώρια αποφασίστηκε η επανάσταση και η συγκέντρωση οπλοφόρων στα Μεγάλα Δερβένια των Γερανείων. Εν τω μεταξύ, στην ορεινή Κορινθία (Φενεό και Ζάχολη) επικρατούσε αναβρασμός και τα επαναστατικά επεισόδια πύκνωναν. Οι Κορίνθιοι ζήτησαν, τότε, από τους Καλαβρυτινούς αγωνιστές να στείλουν αρχηγό, αφού ο Πανούτσος Νοταράς είχε αρνηθεί να ηγηθεί της Επανάστασης. Έτσι, στην Κορινθία κατέφθασαν οι Πετμεζαίοι και ο Παπανίκας και, αφού συγκέντρωσαν όλους τους αποφασισμένους άντρες, ξεσήκωσαν την περιοχή. Στις 27 του μηνός άρχισε η πολιορκία των Τούρκων του Ακροκορίνθου, των οποίων όμηρος παρέμενε ο Ανδρίκος Νοταράς. Εν τω μεταξύ, οι Περαχωρίτες, που από τις 23 Μαρτίου είχαν επαναστατήσει υπό το Γιάννη Χατζή Μελέτη και είχαν στήσει στρατόπεδο στην Περαχώρα, ήλθαν προς ενίσχυση των πολιορκούντων, ενώ οι Δερβενοχωρίτες στρατοπέδευσαν στο Εξαμίλι, κλείνοντας έτσι τον Ισθμό και καθιστώντας την πολιορκία του κάστρου ακόμη ισχυρότερη. Στις 22 Απριλίου, ο Κεχαγιάμπεης πέρασε την έρημη από κατοίκους Βόχα, στρατοπέδευσε στο Λέχαιο, ενώ στρατιωτικά του τμήματα, πέρασαν στις Κεχρεές για να κυκλώσουν την Κόρινθο. Η Νουρή Χανούμ, μητέρα του Κιαμήλ, διέταξε το θάνατο του Ανδρίκου Νοταρά και η εντολή της εκτελέστηκε αμέσως. Ο Κεχαγιάμπεης κατάφερε, τελικά, να λύσει την πολιορκία, ανέβηκε στο κάστρο στις 23 Απριλίου, άφησε ενισχύσεις, έκαψε την Κόρινθο και προχώρησε προς τον αργολικό κάμπο. Η πολιορκία επανασυστήθηκε, αλλά μέχρι το φθινόπωρο παρέμεινε χαλαρή και οι Τούρκοι πέτυχαν με επιθετικές εξόδους την εύρεση τροφής. Στις 8 Οκτωβρίου, ο Νικόλαος Χριστοδούλου Σολιώτης διορίστηκε νέος αρχηγός της πολιορκίας και η πρώτη του επιχείρηση ήταν η κατάληψη του οχυρού του Πεντεσκουφίου, από όπου μόνο μπορούσε να προσβληθεί ο Ακροκόρινθος, ενώ απέκοψε τις ανεφοδιαστικές οδούς των Τούρκων. Έτσι, η απελπισμένη προσπάθεια της 14ης Νοεμβρίου για ανεφοδιασμό των έγκλειστων, απέτυχε οικτρά, στοίχισε μάλιστα στους Τούρκους πολλά θύματα και βύθισε τους πολιορκούμενους στην απελπισία. Η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες που άρχισαν να τη συνοδεύουν, αλλά και η ψυχολογική επίδραση της πτώσης της Τριπολιτσάς και της αιχμαλωσίας του Κιαμίλμπεη, ανάγκασαν την Νουρή Χανούμ να ζητήσει από τους Έλληνες, να φέρουν το γιο της στο στρατόπεδο, για να συνεννοηθεί μαζί του την παράδοση του φρουρίου. Έτσι, όταν, ο Υψηλάντης έλαβε την πρόσκληση των Κορινθίων για να μεταβεί με τον μπέη στην Κόρινθο, συγκάλεσε στις 10 Δεκεμβρίου του 1821 συμβούλιο με τα μέλη της Γερουσίας, όπου αποφασίστηκαν οι βασικοί όροι παράδοσης του φρουρίου. Στις 12 Δεκεμβρίου, ο Υψηλάντης με τους Πετρόμπεη, Κρεββατά, Αναγνωσταρά, Παπαφλέσσα, Χριστόπουλο και Κορίνθου Κύριλλο έφτασε στην Κόρινθο, όπου ενώθηκε με τον Κολοκοτρώνη, που ήταν ήδη εκεί από τις 9 Δεκεμβρίου, ενώ στις 14 Δεκεμβρίου έφτασε και ο Κιαμίλμπεης, ο οποίος φαινόταν, πια, μάλλον απρόθυμος να παραδώσει το κάστρο, ενώ παράλληλα αρνούνταν να αποκαλύψει πού ήταν κρυμμένοι οι θησαυροί του. Αρχές Ιανουαρίου του 1822, η πείνα και οι κακουχίες είχαν εξαντλήσει τους Τούρκους. Έτσι, στις 10 του μηνός, Αλβανοί και Λαλαίοι έγκλειστοι συμφωνούν να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν για τη Ρούμελη ασφαλείς. Μετά από αυτό, στις 14 Ιανουαρίου, ο Κιαμίλμπεης αναγκάστηκε να παραδώσει το φρούριο, χωρίς, όμως, να αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Μετά την παράδοση του Κάστρου, στην Κόρινθο εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της “Προσωρινής Διοικήσεως” και η “Εθνική βουλή” στο μέγαρο του πρόκριτου και Γερουσιαστή Θεοχάρη Ρέντη, ενώ στο ίδιο μέγαρο έγιναν οι εγκαταστάσεις του πρώτου Νομισματοκοπείου και του πρώτου Τυπογραφείου, που τύπωσε το Πρώτο Σύνταγμα και την περίφημη “Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας”. Τον Ιούνιο του 1822, ο πασάς της Λάρισας Δράμαλης, ανέλαβε να καταστείλει την επανάσταση. Έτσι, αφού, κατάφερε να συγκεντρώσει 25.000 άνδρες, στις 6 Ιουλίου, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση έφτασε στην Κόρινθο και εκμεταλλευόμενος τους κακούς χειρισμούς των Ελλήνων, στις 8 Ιουλίου έγινε κύριος του Ακροκορίνθου, ενώ στις 12 Ιουλίου, αφού άφησε λίγους άνδρες στο κάστρο, έφθασε έξω από το Άργος, προελαύνοντας προς την Αργολίδα. Τέλος του μήνα, ο Δράμαλης, κουρασμένος από την πολιορκία του Άργους, αποφάσισε να γυρίσει στην Κόρινθο, προσπάθησε, ωστόσο, να παραπλανήσει τους Έλληνες, πως πήγαινε προς την Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, δεν έπεσε στην παγίδα και οχύρωσε τα Δερβενάκια, σίγουρος ότι ο τουρκικός στρατός θα περνούσε από κει. Εν τω μεταξύ, στο Αγιονόρι είχε στρατοπεδεύσει εκείνες τις ημέρες ο Νικηταράς και οι Φλεσσαίοι. Την άλλη μέρα το πρωί, οι σκοπιές των γύρω λόφων ειδοποίησαν πως οι Τούρκοι κατευθύνονταν προς το Δερβενάκι. Ήταν το μεσημέρι της ίδιας μέρας (26 Ιουλίου), όταν η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς του Δράμαλη έφτασε στο Παληόχανο και, αφού ο Κολοκοτρώνης περίμενε να μαζευτεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος όγκος του στρατεύματος στα στενά, διέταξε, γενική επίθεση. Πανικόβλητοι οι Τούρκοι προσπάθησαν να ξεφύγουν προς την περιοχή του Αγίου Σώστη, όμως, εκεί βρέθηκαν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα πυρά των Ελλήνων, αφού τους περίμενε ο Νικηταράς και σύμφωνα με τις μαρτυρίες έγινε αληθινή σφαγή. Η τρομερή καταστροφή ανάγκασε το Δράμαλη να αποσυρθεί στην Τίρυνθα, ενώ ο Νικηταράς με τον Παπαφλέσσα πήγαν στο Αγιονόρι. Τη νύχτα της 27ης προς 28η Ιουλίου, ο Δράμαλης αποφάσισε, μέσω της οδού του Αγιονορίου και κατόπιν μέσω Κλένιας, να φτάσει στην Κόρινθο. Το σχέδιο του, όμως, διαφοροποιήθηκε και κινήθηκε προς το Στεφάνι κι από κει προς τον Άγιο Βασίλειο, για να χτυπήσει το Νικηταρά, που ήταν περισσότερο απομονωμένος. Ταυτόχρονα, στο δρόμο του Αγιονορίου έστειλε μικρή δύναμη του στρατού, για να απασχολήσει τους Φλεσσαίους να μην προστρέξουν σε βοήθεια του Νικηταρά. Μετά από μικρή υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ο Δράμαλης στράφηκε προς το στενό, που από το Στεφάνι οδηγούσε στο Αγιονόρι. Τότε, συνέβη η μεγαλύτερη καταστροφή των Τούρκων, αφού ο Νικηταράς τους πρόλαβε και η στρατιά του Δράμαλη βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά. Ο Δράμαλης μόλις που κατάφερε να διαφύγει στην Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους οπλαρχηγούς αποφάσισαν, στις 30 Ιουλίου, να πολιορκήσουν το Δράμαλη στην Κόρινθο και να αποκόψουν κάθε έξοδό του, προς τη δυτική Πελοπόννησο ή προς τη Στερεά. Η κατάληψη επίκαιρων σημείων στο Σούλι και στο Βασιλικό, στον Άγιο Σώστη και στον Άγιο Βασίλειο, στην Κλένια και στα Μεγάλα Δερβένια των Γερανείων, οργανώθηκε συστηματικά. Στις 7 και 12 Αυγούστου ο Δράμαλης, μετά την μερική ανασύνταξη των δυνάμεων του, δοκίμασε να σπάσει τον κλοιό, κατευθύνθηκε προς το Κιάτο και το Βασιλικό και στις 20 Αυγούστου συγκρούστηκε με τους Έλληνες, λίγο έξω από το Κιάτο. Η προσπάθειά του απέτυχε, παρά τις απώλειες που υπέστησαν οι Έλληνες, αφού τότε φονεύθηκε ο Αναγνώστης Πετμεζάς και ο δεκαεπτάχρονος γιος του, Σωτήρης. Νέα επιχείρηση, του απελπισμένου πια Δράμαλη, προς την Κλένια απέτυχε επίσης, ενώ γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου, η τελευταία του προσπάθεια, προς τη Μεγαρίδα, απέτυχε από ξηράς και θαλάσσης, ταυτόχρονα. Τέλη Οκτωβρίου ή Νοεμβρίου ο τούρκος Πασάς πέθανε από τη λύπη του, εγκλωβισμένος στο κάστρο του Ακροκορίνθου. Τα υπολείμματα της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη (3.500 - 4.000 άτομα) με επικεφαλής τον Ντελή Αχμέτ πήραν τον παραλιακό δρόμο Κορίνθου - Βόστιτσας για να φθάσουν στην Πάτρα. Στις 4 Ιανουαρίου 1823 την πορεία τους παρεκώλυσαν συστηματικά οι Ζαχολίτες με τον οπλαρχηγό Π. Γεραρή στη θέση “Μαύρα Λιθάρια” και τελικά, συνεργαζόμενοι με τους καλαβρυτινούς οπλαρχηγούς, εγκλωβίσανε και εξουδετερώσανε ολοσχερώς τους Τούρκους. Μόλις 800 άνδρες περισώθηκαν στα πλοία του Γιουσούφ Πασά. Αρχές Ιουλίου του 1823, η πολιορκία του Ακροκορίνθου συνεχίζεται υπό τον Ιωάννη Νοταρά, μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, οπότε οι έγκλειστοι ζητούν τον Κολοκοτρώνη, για να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους. Ο Ακροκόρινθος παραδόθηκε οριστικά στους Έλληνες το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1823 κι έκτοτε έμεινε ελληνικός. Το πρώτο εξάμηνο του 1824, η πολιτική κρίση που υπέβοσκε από την αρχή του Αγώνα, εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, με αντιμαχόμενους από τη μία τους σημαντικότερους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου, με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη και από την άλλη τον κύκλο του Μαυροκορδάτου. Έτσι, το Μάρτιο του ιδίου έτους, οι Νοταραίοι, Πανούτσος και Ιωάννης, πολιόρκησαν μαζί με άλλους οπλαρχηγούς τον Ακροκόρινθο. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που έτρεξε σε βοήθεια του φρούραρχου Χελιώτη, δεν κατάφερε να προσφέρει τα αναμενόμενα, αφού οι περισσότεροι οπλαρχηγοί του βρίσκονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Κουντουριωτικούς και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Κλημέντι, όπου είχε το στρατόπεδό του. Στις 19 Μαρτίου, μετά από τις ασφυκτικές πιέσεις των πολιορκητών, ο Χελιώτης παρέδωσε το Κάστρο στους Νοταραίους, οι οποίοι όρισαν φρούραρχο τον Γ. Κίτσο. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, Ρουμελιώτες, που υπό τον Γκούρα κατέβηκαν μετά από πρόσκληση του Κωλέττη στην Πελοπόννησο, διέπραξαν αγριότητες και λεηλασίες στην Κορινθία, κυρίως στα Τρίκαλα, σαν να ήταν εχθρική χώρα. Εν τω μεταξύ, μεσούσης της διχόνοιας και του αλληλοσπαραγμού, στις 12 Φεβρουαρίου του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς φτάνει με τον Αιγυπτιακό στόλο στη Μεθώνη και κάνει απόβαση. Λεηλατώντας και καταστρέφοντας, προελαύνει στην Πελοπόννησο και αναγκάζει -επιτέλους- τους Έλληνες να μονιάσουν, για να αντιμετωπίσουν τον καινούριο κίνδυνο. Ο Κολοκοτρώνης ελευθερώνεται από τη φυλακή κι αναλαμβάνει “Γενικός Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου”. Ο Γέρος του Μοριά, με το σύνθημα “Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους”, αντιδρά δυναμικά και εγκαθιστά το κινητό Στρατηγείο του σε διάφορα σημεία της Κορινθίας (στον Άγιο Γεώργιο της Νεμέας, στο Ζευγολατιό της Βόχας, στο Κλημεντοκαίσαρι, στην Καστανιά, στον Άγιο Γεώργιο του Φενεού και στην Ζάχολη) εφαρμόζοντας κλεφτοπόλεμο. Τα κορινθιακά στρατεύματα έχουν οχυρώσει τα Δερβενάκια, ενώ ο Ακροκόρινθος παραμένει στα ελληνικά χέρια. Ο Ιμπραήμ, ωστόσο, πέρασε με τις στρατιές του από τη Στυμφαλία, το Φενεό και τη Ζάχολη προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Μάλιστα, το 1826, άντρες του Ιμπραήμ προερχόμενοι από το Φενεό και κατευθυνόμενοι προς το Δερβένι, πυρπόλησαν τη Ζάχολη. Τελικώς, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον Οκτώβριο του 1827, η στρατιά του Ιμπραήμ διαλύθηκε και η Πελοπόννησος, μαζί και η Κορινθία, απελευθερώθηκαν οριστικά και απετέλεσαν τον πυρήνα του πρώτου ελληνικού κράτους, του οποίου η απόλυτη ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε, επίσημα, στις 22 Ιανουαρίου του 1830, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου.
Ωραριο λειτουργιας
  • Open Now
    UTC+009:00 AM - 06:00 PM
  • Monday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Tuesday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Wednesday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Thursday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Friday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Saturday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Sunday
    09:00 AM - 06:00 PM
πληροφοριες
Keyword
ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Website
Email
Location
No data
Phone
Phone
Χαρτης
Επιλεγμενη καταχωριση

All Chat Users

    Start Chat

    Select a listing or user to start your chat.

    Browse Users

    Chat Settings

    Chat Theme
    0/50
    Set a greeting message to show to new chat participants. E.g., Welcome to my chat.
    0/50
    Set a fixed notification for the chat owner. E.g., We are off for this month.
    No images found.
    elGreek
    Compare Listings