Η πόλη της Καλυδώνας, στους νοτιότερους πρόποδες του Αρακύνθου (σημερινό όνομα Ζυγός), ήταν οχυρωμένη με περίβολο που περιέβαλε τους δύο κύριους λόφους, στους οποίους εκτεινόταν η πόλη. Η κύρια πύλη της οχύρωσης ήταν η δυτική, ενώ υπήρχαν και πέντε ακόμα μικρότερες είσοδοι σε άλλα σημεία του τείχους. Στο βορειότερο τμήμα σχηματιζόταν ακρόπολη, από την οποία επέβλεπε κανείς όλη την κοιλάδα του Ευήνου ποταμού και τα περάσματα της περιοχής. Από την ακρόπολη υπήρχε οπτική επαφή και με το λιμάνι της πόλης. Κατά μία άποψη αυτό βρισκόταν στο σημερινό χωριό Κρυονέρι, όπου παλιοί χάρτες σημειώνουν ίχνη αρχαίας αποβάθρας μέσα στη θάλασσα. Το λιμάνι της Καλυδώνας αποτελούσε σημαντικό σταθμό, κυρίως κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Στο εσωτερικό της πόλης, ο πολεοδομικός ιστός της οποίας ήταν οργανωμένος κατά το ιπποδάμειο σύστημα, υπήρχαν ιερό, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα. Από τα τελευταία ξεχωρίζει μεγάλο κτηριακό συγκρότημα με κεντρική περίστυλη αυλή που βρίσκεται πλησίον της δυτικής πύλης. Στο χώρο της ακρόπολης έχουν ερευνηθεί μερικώς ένα ιερό που ήταν κτισμένο πιθανόν από ξύλο και το προαναφερθέν κτήριο με το αίθριο. Ο αρχαιολογικός χώρος της Καλυδώνας, ο οποίος καταλαμβάνει έκταση περίπου 2.500 στρεμμάτων, περιλαμβάνει ακόμα το Λάφριο, ιερό αφιερωμένο στη θεά Αρτέμιδα, το οποίο βρισκόταν εκτός των τειχών, σε ένα ξεχωριστό λόφο. Στην Αρτέμιδα ήταν αφιερωμένος ο μεγαλύτερος και μεγαλοπρεπέστερος ναός. Μαζί της λατρευόταν και ο αδελφός της Απόλλων σε ξεχωριστό ναό. Το ιερό βρισκόταν έξω από το τείχος της πόλης με την οποία συνδεόταν μέσω της λεγόμενης ιεράς οδού με τη δυτική πύλη της οχύρωσης. Τα κυριότερα μνημεία του είναι ο μεγάλος και ο μικρότερος ναός, αφιερωμένοι στην Άρτεμη και στον Απόλλωνα, η στοά κοντά στην είσοδο και οι θησαυροί.
Ιδιαίτερα σημαντικό φαίνεται ότι είναι το μνημείο που καταλαμβάνει τη νότια πλευρά του λόφου του Λαφρίου, το οποίο είναι ορατό στους διερχόμενους από τον παρακείμενο εθνικό δρόμο Αντιρρίου-Ιωαννίνων. Το κτήριο είχε αρχικά εν μέρει ανασκαφεί από τον Ευθ. Μαστροκώστα, ο οποίος είχε διατυπώσει την άποψη ότι αποτελούσε βουλευτήριο. Καινούργιες έρευνες όμως, οι οποίες συνεχίζονται και στις μέρες μας, έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το θέατρο της πόλης.
Τέλος, κατά μήκος των οδικών αρτηριών που άρχιζαν από τις πύλες, και προς διάφορες κατευθύνσεις, εκτείνονταν τα νεκροταφεία που ήταν περισσότερα από ένα. Στο νοτιοδυτικό νεκροταφείο, εκτός των τειχών, σώζεται το Ηρώο της Καλυδώνας, σπουδαίο ταφικό μνημείο, το οποίο έχτισε κάποιος Λέων. Το μνημείο αποτελεί ένα ασυνήθιστο κτήριο που μοιάζει περισσότερο με παλαίστρα, παρά με Ηρώο.
Η αρχαία Καλυδώνα ήταν μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της παράλιας ζώνης της Αιτωλίας. Τα ερείπιά της σώζονται στους δύο χαμηλούς λόφους «Κούρταγα» κοντά στο σημερινό χωριό Ευηνοχώρι. Το ιερό της Καλυδώνας, το Λάφριον ή Λαφριαίον, ήταν το σημαντικότερο ιερό μετά από αυτό του Θέρμου. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η πόλη οφείλεται στη στρατηγική της θέση, αφού ήλεγχε το θαλάσσιο δρόμο που οδηγούσε στο Ιόνιο και την Αδριατική, καθώς και το χερσαίο που οδηγούσε από την Ήπειρο στη Ναύπακτο. Σε σχέση με άλλες αιτωλικές πόλεις ήταν κοντά στην ακτή της Στερεάς και διέθετε αξιόλογο λιμάνι. Χάρη σε αυτή τη θέση γνώρισε μεγάλη πολιτιστική εξέλιξη, δεχόμενη επιδράσεις και από άλλα σημαντικά ελληνικά κέντρα πολιτισμού (π.χ. Κόρινθος). Η Καλυδώνα υπήρξε συνδεδεμένη με σημαντικούς μυθολογικούς κύκλους, με κυριότερο αυτό του Καλυδωνίου Κάπρου. Ιδρυτής της πόλης, σύμφωνα με το μύθο, ήταν ο Καλυδών, γιος του Αιτωλού και της Προνόης και αδελφός του Πλευρώνα.
Σύμφωνα με τον κατάλογο των πλοίων που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, η «πετρήεσσα» Καλυδώνα έλαβε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τέσσερις πόλεις (Πλευρώνα, Ώλενο, Πυλήνη, Χαλκίδα) και 40 πλοία υπό το βασιλιά Θόα (Ιλιάδα, Β, 638-640). Η πρώιμη εγκατάσταση στην περιοχή υποδηλώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, και κατοικήθηκε διαρκώς έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου η πόλη είναι ανεξάρτητη, ενώ γύρω στο 390 π.Χ. είναι μέλος του Αχαϊκού Κοινού και το 367 π.Χ. περιέρχεται οριστικά στους Αιτωλούς. Τον 3ο αι. π.Χ. αναδεικνύεται σε ένα από τα σημαντικότερα μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας με την εκλογή πολλών Καλυδωνίων ως αρχόντων της Συμπολιτείας και γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της. Στον πόλεμο των Αιτωλών με τον Φίλιππο τον Ε΄ της Μακεδονίας (το 219 π.Χ.) η πόλη υπέστη σοβαρές καταστροφές. Η Καλυδώνα ερημώθηκε μετά την ίδρυση της Νικοπόλεως (το 30 π.Χ.), όταν ο Αύγουστος ανάγκασε τους κατοίκους της να μετοικήσουν στη νέα πόλη, και μετέφερε τους καλλιτεχνικούς της θησαυρούς στην Πάτρα.
Τα πρώτα ίχνη λατρείας ανιχνεύονται στα γεωμετρικά χρόνια, όπως υποδηλώνει αψιδωτό κτήριο της περιόδου, το οποίο χρησίμευε στη λατρεία. Στην Αρχαϊκή εποχή αρχίζει η μεγάλη ανάπτυξη του ιερού και κτίζονται οι πρώτοι ναοί. Η Άρτεμις ήταν η κύρια λατρευόμενη θεά, ενώ παράλληλα, γινόταν και η λατρεία του Απόλλωνα. Κατά την Κλασική περίοδο συνεχίζεται η λατρεία στο ιερό και πραγματοποιούνται δύο ανακατασκευές στο ναό της Αρτέμιδος. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. φιλοτεχνείται το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς από τους Ναυπάκτιους καλλιτέχνες Μέναιχμο και Σοίδα. Κοντά στους ναούς έχει ανασκαφεί ακόμα, μία στοά, βάθρα και εξέδρες, καθώς και τμήματα της ιεράς οδού. Τα ελληνιστικά χρόνια αποτελούν περίοδο άνθησης για την πόλη. Το τείχος της κατασκευάζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτήν την εποχή. Ένα ακόμα, σημαντικό μνημείο του χώρου είναι το Ηρώο της Καλυδώνας, το οποίο αποκαλύφθηκε σε ένα από τα νεκροταφεία, έξω από τη νοτιοδυτική πύλη της πόλης. Στα νότια της πλαγιάς του ιερού βρίσκεται το θέατρο της πόλης, το οποίο αρχικά είχε θεωρηθεί βουλευτήριο.
Η Καλυδώνα μνημονεύεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και γεωγράφους και τα ερείπιά της περιγράφουν πολλοί περιηγητές του 17ου, 18ου και 19ου αι. Η θέση της εντοπίστηκε, με βάση τις περιγραφές του Στράβωνα, από τον W.M. Leake to 1809. Κατά την τοπογραφική έρευνα το 1897, ο W.J. Woodhouse έδωσε την πρώτη αναλυτική περιγραφή της. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από τους Γ. Σωτηριάδη (1908) και Κ. Ρωμαίο (1925) στο ναό, στην ακρόπολη και στο Ηρώο. Το 1926 οι έρευνες συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή του Fr. Poulsen. Το 1932 στην ανασκαφή συμμετείχε και ο E. Dyggve, και ερευνήθηκε κυρίως το Ηρώο. Ακολούθησαν οι δημοσιεύσεις των αποτελεσμάτων των ανασκαφών και το 1934 εκδόθηκε ο τόμος «Das Heroon von Kalydon» από τους Ρωμαίο, Poulsen και Dyggve, ενώ το 1948 ο τόμος «Das Laphrion» από τους Dyggve και Poulsen, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στην «ηρωική πόλη του Μεσολογγίου».
Aπό το 2001 έως το 2005 ερευνήθηκαν συστηματικά το τείχος και τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης στο πλαίσιο ελληνοδανικής συνεργασίας και τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύτηκαν το 2011. Ένα νέο πρόγραμμα συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Δανών αρχαιολόγων που άρχισε το 2010 και θα ολοκληρωθεί το 2019 επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στη συστηματική ανασκαφή του θεάτρου της Καλυδώνας, υπό τη διεύθυνση της Προϊσταμένης της Εφορείας κ. Ολυμπίας Βικάτου. Εκ μέρους του Ινστιτούτου της Δανίας υπεύθυνος της έρευνας ήταν ο κ. R. Frederiksen. Τέλος, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Δυτική Ελλάδα – Πελοπόννησος – Ιόνιοι Νήσοι» ολοκληρώθηκε και το έργο «Προστασία του Ηρώου Καλυδώνας» με προϋπολογισμό 250.000,00 ευρώ.
Kalydon,Etoloakarnania
ΠΗΓΗ:http://odysseus.culture.gr Συντάκτης Δρ. Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος – Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτ/νίας και Λευκάδος