Διμήνι, Μαγνησία
Κατηγορία
Archaeological site
Τοποθεσία
Magnesia
Λέξη-κλειδί
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΔΙΜΗΝΙ
Βαθμολογία
0/5
Ανεσεις/παροχες
Free Parking
Guided Tour
Shop
WC
περιγραφη

Ο Νεολιθικός οικισμός του Διμηνίου βρίσκεται πάνω σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση 3 χιλ. από το Βόλο, στις βορειοδυτικές παρυφές το σημερινού χωριού Διμήνι. Ανασκαφές στον οικισμό έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τους αρχαιολόγους Β. Στάη και Χρ. Τσούντα (1901 – 1903) και συνεχίστηκαν αργότερα (1974 – 1977) από τον καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη.
Tο Διμήνι κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική (αρχές της 5ης χιλιετίας) και τα αρχιτεκτονικά λείψανα που εκτείνονται πάνω στο λόφο μας δίνουν την εικόνα ενός οργανωμένου νεολιθικού οικισμού που παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο: τους έξι λιθόκτιστους περιβόλους, που κατασκευάστηκαν γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη. Τα σπίτια βρίσκονται γύρω από την κεντρική αυλή ή στο χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στα ζεύγη των περιβόλων, είναι μεγάλα και έχουν βοηθητικά παράπλευρα κτίσματα που αφήνουν ανάμεσα τους αστέγαστο χώρο για κοινόχρηστη αυλή.
Στα ευρήματα των ανασκαφών περιλαμβάνονται λίθινα και οστέινα εργαλεία, ειδώλια και κοσμήματα, καθώς επίσης και άφθονη κεραμική, γραπτή και εγχάρακτη που αποτελεί το αποκορύφωμα της νεολιθικής κεραμικής τέχνης.
Στην αρχή της 3ης χιλιετίας ο οικισμός εγκαταλείπεται και μόνο το «μέγαρο» της κεντρικής αυλής, ήταν σε χρήση από μία μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια, ενώ στη 2η χιλιετία ο λόφος χρησιμοποιείται ως νεκροταφείο.
Οι ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο Διμήνι από το 1977 και μετά από την Β. Αδρύμη – Σισμάνη έδειξαν ότι το Διμήνι δεν εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Νεότερης Νεολιθικής, αλλά κατοικήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχώς και μέχρι το τέλος της Χαλκοκρατίας. Στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. χτίστηκαν οι πρώτες μυκηναϊκές οικίες οι οποίες διαδέχτηκαν παλαιότερα μεσοελλαδικά μέγαρα. Οι οικίες χτίστηκαν δεξιά και αριστερά από ένα φαρδύ δρόμο και όλος ο οικισμός απλώνεται σε μία έκταση μεγαλύτερη από 100 στρέμματα.
Στο κέντρο του οικισμού ερευνήθηκε ένα μεγάλο συγκρότημα που αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτήρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το Μέγαρο Α’ αποτελείται από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονται μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι. Σε έναν από αυτούς αποκαλύφθηκε λίθινο σταθμίο με τρία εγχάρακτα σύμβολα Γραμμικής Β γραφής, ενώ στο διάδρομο βρέθηκαν λίθινες μήτρες και άλλα εργαλεία που σχετίζονται με τη μεταλλουργία. Οι τοίχοι του Μεγάρου Α σώζονται αρκετά καλά, σε ικανό ύψος και είναι επιχρισμένοι, όπως και τα δάπεδα, με λευκό ασβεστοκονίαμα. Προς τα βόρεια και προς τα νότια του κτηρίου αναπτύσσονται δύο ανεξάρτητες πτέρυγες αποθηκών. Το Μέγαρο Α καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου αι. – αρχές του 12ου αι. π.Χ. Το ”Μέγαρο Β” και περιλάμβανε επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονταν από διάδρομο. Και αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. – αρχές 12ου αι. π.Χ. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με επάλειψη πηλού που διατηρήθηκε άριστα σε ορισμένα σημεία λόγω της φωτιάς, ενώ το δάπεδό του ήταν κατασκευασμένο από παχύ στρώμα πηλού με ενίσχυση από ασβέστη και χαλίκια. Στις αποθήκες του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, ενώ στον πρόδομο αποκαλύφθηκε ένας πήλινος υπερυψωμένος βωμός.
Στους άνακτες τoυ οικισμού μπορούν σήμερα να αποδοθούν χωρίς καμιά αμφιβολία οι δύο επιβλητικοί θολωτοί τάφοι (Λαμιόσπιτο και Τούμπα) που βρέθηκαν στο Διμήνι στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στο 14ο και 13ο αι. π.Χ. η ο μυκηναϊκός οικισμός Διμηνίου οργανώθηκε και έφθασε στη μεγαλύτερη ακμής του, ενώ στο 12ο αι. π.Χ. ο οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους και η θέση ξανακατοικήθηκε στα νεότερα χρόνια.

ΠΕΡΙΒΟΛΟΙ
Ο νεολιθικός οικισμός του Διμηνίου χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός μοναδικού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Πρόκειται για έξι ομόκεντρους, σχεδόν κυκλικούς τοίχους κατασκευασμένους από μικρές σχιστολιθικές πέτρες που περιβάλλουν ανά ζεύγη όλο το λόφο. Οι περίβολοι έχουν αρκετό πλάτος (μεγαλύτερο του 1 μέτρου) και σώζονται σε ικανό ύψος (1-2 μέτρα). Πάνω στους περιβόλους “ακουμπούν” οι κατοικίες. Σε τέσσερα σημεία οι περίβολοι τέμνονται από μακρόστενους διαδρόμους που κατέληγαν στην κεντρική αυλή.
Ο πρώτος ανασκαφέας Χρ. Τσούντας, με βάση τα δεδομένα εκείνης της εποχής, υποστήριξε ότι οι περίβολοι αποτελούσαν ένα σύστημα αμυντικών τειχών που προστάτευαν τον οικισμό και κυρίως «το μέγαρο» της κεντρικής αυλής, όπου βρίσκονταν η κατοικία του άρχοντα του οικισμού.
Ο Γ. Χουρμουζιάδης ξανάρχισε το 1974 τις έρευνες πάνω στο λόφο με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό της λειτουργία τους και πρότεινε να ερμηνευθούν οι περίβολοι ως καθαρά χωροταξικά στοιχεία του οικισμού, ανατρέποντας την προηγούμενη άποψη ότι επρόκειτο για οχυρωμένη νεολιθική Ακρόπολη. Κατά την άποψή του ήταν ένας τέλεια οργανωμένος αγροτικός οικισμός όπου είχε αναπτυχθεί ένα υποδειγματικό κοινωνικό σύστημα, το οποίο βασίζονταν σε μεικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Αποτέλεσμα των αναγκών της αναπτυγμένης αυτής κοινωνίας ήταν η οργάνωση του χώρου σε τέσσερα οικιστικά σύνολα, κάθε ένα από τα οποία περιλάμβανε ένα μεγάλο κτίριο και έναν αριθμό από μικρότερους αποθηκευτικούς ή τροφοπαρασκευαστικούς χώρους, όπως και χώρους εργασίας. Έτσι οι περίβολοι εξυπηρετούσαν την ανάγκη να υποστηρίζουν τα σπίτια του οικισμού και να οργανώνουν τον διαθέσιμο ελεύθερο χώρο πάνω στο βραχώδες έδαφος του λόφου και δεν εξυπηρετούσαν την ανάγκη της άμυνας του άρχοντα που κατοικούσε στο «Μέγαρο» της Κεντρικής αυλής.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΥΛΗ
Η Κεντρική αυλή αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού και ορίζεται από δύο ομόκεντρους, σχεδόν κυκλικούς λίθινους περιβόλους που αποτελούν τους δύο πρώτους από τους έξι συνολικά περιβόλους του Διμηνίου. Η πρόσβαση στην κεντρική αυλή εξασφαλιζόταν από τους τέσσερις διαδρόμους που είναι ακτινωτά διατεταγμένοι προς την κεντρική αυλή και παράλληλα χωρίζουν τον οικισμό σε τέσσερις περιοχές ( “γειτονιές”) που βρίσκονται γύρω από την κεντρική αυλή σε χαμηλότερο επίπεδο.
Περιμετρικά της κεντρικής αυλής οργανώνονται 14 μονόχωρα κτίρια που αποτελούσαν τις κατοικίες των νεολιθικών ανθρώπων. Εξαίρεση αποτελεί το “μέγαρο” που κτίστηκε στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αυλής.
Η Κεντρική αυλή είναι ένα σημείο αναφοράς, με βάση το οποίο αναπτύσσεται η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού, αλλά και ένας χώρος που η χρήση και η λειτουργία του καθορίζεται από την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των ατόμων του οικισμού.
Την περίοδο της Χαλκοκρατίας ενοποιείται ως προς τη χρήση και τη λειτουργία της και παίρνει τη σημερινή της μορφή, καθώς δύο από τους διαδρόμους πρόσβασης κλείνουν, ενώ με την προσθήκη ενός βοηθητικού χώρου το κτίριο 13 μετατράπηκε στο κτίριο που ονομάστηκε από τον Τσούντα «μέγαρο»

«ΜΕΓΑΡΟ» ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΥΛΗΣ
Στα βόρεια της Κεντρικής αυλής, πάνω στην κορυφή του λόφου αναπτύσσεται ένα μεγάλο “Μέγαρο”, ένα κτίριο δηλαδή που δεν είναι μονόχωρο, αλλά αποτελείται από δύο μεγάλα δωμάτια και ένα χώρο μπροστά από τα δωμάτια, που δημιουργείται από δύο παραστάδες και αποτελούν προέκταση των μακριών πλευρών του κτιρίου.
Από μία είσοδο, που βρίσκεται στα νότια, εισέρχεται κανείς στο πρώτο μεγάλο δωμάτιο και από εκεί με μία δεύτερη είσοδο οδηγείται στο δεύτερο δωμάτιο, όπου διακρίνεται μία λίθινη πεταλοειδής κατασκευή που χρησίμευε ως «εστία» του «Μεγάρου». Ο βόρειος τοίχος του «Μεγάρου» είναι ο πρώτος περίβολος πάνω στον οποίο ακούμπησε το «Μέγαρο» της Κεντρικής αυλής .Σύμφωνα με τον πρώτο ανασκαφέα του οικισμού, τον Χρ. Τσούντα, το «Μέγαρο» της Κεντρικής αυλής αποτελούσε την κατοικία του άρχοντα του νεολιθικού οικισμού και για αυτό βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου και προστατεύονταν από το σύστημα των έξι περιβόλων.
Ο επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας του «Μεγάρου» και η χρονολόγησή του, αποτέλεσε έναν από τους στόχους του της έρευνας του δεύτερου ανασκαφέα του Γ. Χουρμουζιάδη που το χρονολόγησε αργότερα στην Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία) και θεώρησε ότι αποτελούσε την κατοικία μίας μεγάλης γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας και όχι την κατοικία του άρχοντα.
Εξάλλου παραδείγματα παρόμοιων μεγάρων σε οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής έχουν ανασκαφεί στο Σέσκλο, στη Μαγούλα Βισβίκη στο Βελεστίνο και στην Αγία Σοφία στη Λάρισα. Έτσι η χρήση ενός μεγάλου Μεγάρου σε οικισμούς της Τελικής Νεολιθικής περιόδου φαίνεται ότι αποτελούσε μία συνήθη πρακτική των νεολιθικών κατοίκων.

ΟΙΚΙΑ Κ
Ένα από τα πιο καλά διατηρημένα κτίσματα είναι η Οικία Κ, στην είσοδο του νεολιθικού οικισμού. Είναι μία οικία μεγάλη, με καλοκτισμένους χώρους που αποτελείται από δύο δωμάτια και εφάπτεται στο δεύτερο περίβολο. Η εστία της ήταν αρχικά τετράγωνη όμως στη συνέχεια ανακαινίστηκε και αντικαταστάθηκε από μία πεταλόσχημη, η οποία εδράζεται ακριβώς πάνω στην προηγούμενη.
Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της οικίας είναι οι εξωτερικές αντηρίδες που στηρίζουν τους νότιους τοίχους. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι στον περίβολο που είναι ένας χώρος δημόσιος, οι κάτοικοι της οικίας έχουν οριοθετήσει με μία σειρά από όρθιες πέτρες την αυλή τους. Διαπιστώνουμε έτσι μία έννοια ιδιοκτησίας χώρου, κάτι που βεβαίως δεν αποδεικνύεται αλλά ωστόσο οι ενδείξεις είναι ισχυρές.
Μέσα στην Οικία Κ βρέθηκε μεγάλος αριθμός από πήλινα σφονδύλια που χρησιμοποιούνταν στην επεξεργασία και κατεργασία του μαλλιού για την δημιουργία ενδυμάτων και τα οποία μαρτυρούν μία δευτερογενή εκμετάλλευση των ζώων. Έχουν βρεθεί επίσης μεγάλες οστέινες βελόνες που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία για το ράψιμο υφασμάτων και δερμάτων.

ΚΛΙΒΑΝΟΣ ΚΕΡΑΜΙΚΩΝ
Εύρημα σπάνιο για τη νεολιθική περίοδο είναι ο κεραμικός κλίβανος. Το θεμέλιο του κλιβάνου είναι λίθινο και ένα μέρος της ανωδομής του που ήταν κατασκευασμένο από ωμό πηλό, σώζονταν την περίοδο της ανασκαφής. Πιθανώς επρόκειτο για έναν σχεδόν κλειστό κλίβανο, κάτι που δείχνει ότι ο κάτοικος του νεολιθικού οικισμού είχε τη δυνατότητα να ελέγξει την θερμοκρασία γι? αυτό και μπορούσε να επιτυγχάνει τόσο καλό ψήσιμο των κεραμικών που κατασκεύαζε.
Η προετοιμασία του πηλού για την κατασκευή των αγγείων καθώς και η κατασκευή του αγγείου γινόταν με τα χέρια χωρίς μηχανική βοήθεια εφ? όσον η χρήση του κεραμικού τροχού δεν ήταν ακόμη γνωστή και ψήνονταν, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε θερμοκρασίες που δεν υπερέβαιναν τους 850 ? 900 οC γιατί δεν υπήρχαν κλίβανοι κλεισμένοι μέχρι επάνω.
Πιθανώς υπήρχε μια οικογένεια ή μια ομάδα εξειδικευμένων τεχνιτών, που κατασκευάζαν εγχάρακτα κεραμικά αγγεία ,δηλαδή αγγεία στα οποία πριν ψηθούν, όταν ακόμη ο πηλός είναι ωμός, χαράσσεται με ένα αιχμηρό εργαλείο ένα διακοσμητικό θέμα. Γενικότερα σ? αυτή την περιοχή του οικισμού έχουν βρεθεί πολλά όστρακα αγγείων και ίσως θα μπορούσαμε να πούμε για μία γειτονιά εξειδικευμένων αγγειοπλαστών.
Πολλά από αυτά τα εγχάρακτα αγγεία αλλά και τα γραπτά, δηλαδή διακοσμημένη κεραμική, αν και είναι χειροποίητα, είναι εκπληκτικής κατασκευής με λεπτά τοιχώματα. Πέρα δε από τη χρηστική τους αξία έχουν και αξία ανταλλακτική. Το πιο σημαντικό όμως, ίσως είναι το γεγονός ότι σηματοδοτούν μία πρόοδο στην ανθρώπινη σκέψη και στο τρόπο θεώρησης του πεδίου. Τα διακοσμητικά μοτίβα οργανώνουν το χώρο σε επίπεδα και δίνουν ένα βάθος πεδίου κάτι που δεν αποτελεί απλώς και μόνο ένα διακοσμητικό εύρημα.

Dimini, Magnesia
The large and well-organized prehistoric settlement of Dimini sits on a low hill overlooking the Pagasitikos bay, northwest of the modern village of Dimini, five kilometres from the city of Volos. It is the most important settlement of the Late Neolithic period and one of the best known in Greece. Dimini and Sesklo are the most systematically excavated Neolithic sites in Thessaly and provide valuable information on prehistoric architecture and economic organization. Dimini’s location made it ideal for habitation and accounts for its longevity (Late Neolithic to the end of the Late Bronze Age). Today Dimini is three kilometres from the sea, but in the fifth millennium BC it was located only one kilometre from the coastline, which gave it easy access to the maritime trade routes of the Central Aegean. It was also surrounded by fertile flatlands suitable for agriculture and animal husbandry.
The earliest settlement at Dimini dates to the Late Neolithic period (end of the fifth millennium BC). It was an organized community of 200-300 people living in 30-40 houses. Agriculture, animal husbandry and probably fishing were the main occupations. The settlement is contained within six concentric stone enclosures built in pairs. The purpose of this unique architectural feature may have been both to retain the soil and to define the settlement’s limits. The houses were built between these enclosures, of which the smallest one at the centre contained a large court, or ‘square’. The decorated pottery found in the settlement features dark geometric motifs on a light-coloured background. Other finds include a large number of obsidian, chert, stone and bone tools, figurines and jewellery. The funerary customs of the inhabitants of Dimini are unknown. Only a few burials of small children inside vases were discovered within the settlement.
In the Early and Middle Bronze Age, the settlement moved into the flatlands south and east of the hill. We do not know the size of this settlement or whether occupation was continuous until the Mycenaean period. In the Middle Bronze Age the hill was used as a cemetery, of which sixteen cist graves have been revealed to date.
In the Late Bronze Age a large township and a palatial centre occupied the plain southeast of the hill, towards the sea. The township was tentatively identified with Mycenaean Iolkos, where the legendary Argonauts started off. It was founded in the mid-fifteenth century BC and flourished in the fourteenth and thirteenth centuries BC, and consists of a large street lined with houses and workshops, enlarged and refurbished during three major construction phases. A large pottery kiln at the edge of the settlement and two large tholos tombs, probably for the local rulers, belong to the first phase (Late Helladic IIIA2). The early thirteenth century BC (Late Helladic IIIB1) saw the construction of a palace for the ruling class. The palace, unique in the region, was the centre of political, economic and religious power, and had commercial contacts with the known Mycenaean centres. It consists of two large ‘megara’, surrounded by smaller buildings and connected by an internal courtyard. The building was completely destroyed by fire at the end of the thirteenth-beginning of the twelfth century BC, while the entire settlement was abandoned without evidence for destruction at the end of the thirteenth century BC (Late Helladic IIIC). The site was not inhabited again until modern times.
V. Stais and C. Tsountas first excavated the Dimini in the early twentieth century BC. Lolling and Walters investigated the first tholos tomb in 1886, while the second tholos tomb, at the top of the hill, was excavated by V. Stais in 1901. N. Verdelis conducted conservation work of the Neolithic settlement in the 1950’s. Excavation and conservation continued in 1974-1977 under G. Chourmouziadis, whose aim was to re-investigate the Neolithic settlement’s architecture and particularly the use of the enclosures. Excavation of the Mycenaean township began in 1980 and continues under V. Adrymi-Sismani. The Neolithic settlement was conserved again in recent years and the archaeological site has been landscaped to suit visitors.
The archaeological site of Dimini includes the Neolithic settlement on the hilltop and the Mycenaean township in the plain east and southeast of the hill. In the former, only the houses’ stone foundations are preserved over an area of approximately 30,000 square metres. This organized community was contained within six concentric stone enclosures, an architectural feature unique to this site. These enclosures were built successively: three round the central court, followed by three more. The enclosures are cut by narrow perpendicular corridors, which divide the settlement into four parts. Between each pair of enclosures were the settlement’s houses, with stone foundations and mud brick walls, all of them more or less equal in size and amenities. The houses were quite spacious with two or three rooms and facilities for food preparation and storage. A large single-roomed house, so-called ‘House N’, distinguished by its interior arrangement, had several hearths and a storage area separated by a low wall, with large storage jars containing carbonized grain and smaller jars with carbonized figs. At the centre of the settlement, the first two enclosures define a central open court, or square (30×25 metres), where all of the settlement’s activities converged. A large ‘megaron,’ consisting of two chambers and a porch, was built at the northeast edge of the court at the end of the Neolithic period (end of fourth millennium BC).
Also on the hilltop are sixteen cist graves of the Middle Bronze Age (second millennium BC) and, at the southwest corner of the Neolithic court, the remains of a Mycenaean ‘megaron’ with stone slabs from the cist graves used as building material. The ‘megaron’ contained no finds.
Approximately 150 metres south and southwest of the hill are the remains of the Mycenaean township and palatial centre, tentatively identified as ancient Iolkos, which cover an area of over 100,000 square metres. The township consisted of large, ‘megaron’-style houses with consistent orientation, built along a street, 4.5 metres wide, orientated north-south and still preserved over a distance of 45 metres. The street was bordered by tall walls, which restricted direct access to the houses. Each house had living quarters, storage areas and a clay washbasin, while several show traces of a drainage system. A pottery kiln and a workshop lie to the east at the edge of the township. The township dates from the fifteenth to the twelfth centuries BC, with three main phases of re-construction and refurbishment (Late Helladic IIB to Late Helladic IIIA and Late Helladic IIIB to Late Helladic IIIC).
The palatial centre lies between the hill and the township. Built in the early thirteenth century BC (Late Helladic IIIB1), it consists of two ‘megara’, smaller buildings and a central court. The palace appears to have been constructed over an earlier ‘megaron’, built in the fourteenth century and abandoned in the early twelfth century BC (early Late Helladic IIIC).
Northwest of the hill is a Mycenaean tholos tomb of the second half of the thirteenth century BC (Late Helladic IIIB2). The tomb is large and well built, with a relieving triangle and a built larnax inside, but is severely damaged – the dome has collapsed. Approximately 300 metres west of the hill is another, better preserved tholos tomb of the second half of the fourteenth century BC (Late Helladic IIIA2). Although looted in antiquity, it yielded rich finds, such as gold jewellery, glass-paste beads and necklaces, ivory implements and bronze weapons.

 

ΠΗΓΗ:http://odysseus.culture.gr/Συντάκτης Στ. Αλεξάνδρου, αρχαιολόγος
https://www.arxaiologikoktimatologio.gov.gr/

Συχνές Ερωτήσεις
Ωραριο λειτουργιας
  • Closed Now
    UTC+009:00 AM - 06:00 PM
  • Monday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Tuesday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Wednesday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Thursday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Friday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Saturday
    09:00 AM - 06:00 PM
  • Sunday
    09:00 AM - 06:00 PM
πληροφοριες
Keyword
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΔΙΜΗΝΙ
Location
Διμήνι, Μαγνησία
Phone
Χαρτης
Επιλεγμενη καταχωριση

All Chat Users

    Start Chat

    Select a listing or user to start your chat.

    Browse Users

    Chat Settings

    Chat Theme
    0/50
    Set a greeting message to show to new chat participants. E.g., Welcome to my chat.
    0/50
    Set a fixed notification for the chat owner. E.g., We are off for this month.
    No images found.
    elGreek
    Compare Listings