Τα περισσότερα σπίτια στα Αθίκια με τις κόκκινες στέγες τους φαντάζουν από ψηλά σαν παπαρούνες σε πράσινο λιβάδι. Οι κήποι τους μοσχοβολούν όλες τις εποχές του χρόνου από το άρωμα των λουλουδιών. Ανάμεσά τους σώζονται μερικά παλιά σπίτια με κεραμιδένιες στέγες, ξύλινα χαγιάτια, ασβεστωμένους τοίχους και αυλές με φρεσκοβαμμένες γλάστρες, προσφέροντας μια σπάνια αρχιτεκτονική ομορφιά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η οικία Κόλλια, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο κτίσμα, ο Μύλος και του Τσιπουράδικο του Μάνου, δύο εντυπωσιακά κτίρια - βιομηχανίες ιδιόρρυθμης αρχιτεκτονικής στα Πηγάδια. Ο Μύλος έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Είναι ένα μνημείο λεπτής τέχνης και γούστου και παρουσιάζει σπουδαίο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Η Ευαγγελίστρια φημίζεται για το μοναδικό αρχιτεκτονικής ωραιότητας καμπαναριό της, χτισμένο το 1923 από τον Μικρασιάτη μάστορα Γ. Σιδέρη και έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Στα Αθίκια, τα ξωκλήσια είναι διάσπαρτα, κυκλωμένα από αιωνόβια πουρνάρια, που φαντάζουν από μακριά σαν λευκά περιστέρια, μέσα στους ασημοπράσινους ελαιώνες. Με αφετηρία το χωριό, ο περιηγητής μπορεί ν’ ακολουθήσει υπέροχες διαδρομές, συναντώντας σπάνιες φυσικές καλλονές, άγνωστους αρχαιολογικούς χώρους και αξιόλογα ιστορικά μνημεία. Σε μικρή απόσταση από το χωριό, 1,5 χλμ. δυτικά, στο δρόμο για την Ιερά Μονή Φανερωμένης, συναντάται ο αρχαιολογικός χώρος Ματράγκα. Πάνω από μια ρεματιά με πανύψηλες λεύκες και πολλά πηγάδια, στους πρόποδες του λόφου Βουκίνα, σώζονται τα ερείπια του ναού της Αναστάσεως του Χριστού, χτισμένου με υλικό αρχαιότερων ναών. Στη θέση του υπήρχε μεγάλος χριστιανικός ναός της Οσίας Ματρώνας, του 14ου αιώνα μ.Χ., ανοικοδομημένος στα θεμέλια παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, αφιερωμένης στη Θεοτόκο. Δεν αποκλείεται, στη θέση του ναού αυτού να υπήρχε ναός του θεού του Φωτός, του Απόλλωνα, αφού κοντά στην πηγή αφθονεί η δάφνη, το αγαπημένο σύμβολο του θεού αυτού, και οι χριστιανοί μετέτρεψαν και αφιέρωσαν το χώρο στο θεό του Φωτός, στο Χριστό. Κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών ανασκαφών ήρθαν στο φως ο περίβολος του ναού, υπόγειο υδραγωγείο μάλλον των ρωμαϊκών χρόνων και, όχι πολύ μακριά, βυζαντινοί τάφοι. Η χαράδρα της Βουκίνας, αυτό το τοπίο απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς, που με τόση επιμέλεια μαστόρεψε η φύση, σχηματίζεται ανάμεσα στα βουνά Πίρθι και Βουκίνα και διασχίζεται από το χείμαρρο Ξηριά. Η καλύτερη εποχή για επίσκεψη είναι η άνοιξη, με χρώματα και αρώματα, που αιχμαλωτίζουν τις αισθήσεις. Συνεχίζοντας το δρόμο για τη Φανερωμένη, συναντάμε πάνω στους λόφους τις θέσεις Κοκλιάτι και Μαύρανη. Από εδώ αρχίζει η λοφοσειρά του Αη Θανάση. Λόφοι ομαλοί, γεμάτοι ελιές, αμπέλια, βερικοκιές, ρεματιές με κυπαρίσσια, λεύκες, πλατάνια και τρεχούμενα νερά, συνθέτουν έναν εύφορο και συνάμα μαγευτικό τόπο. Σε υψόμετρο 800 μ. είναι χτισμένο το γραφικό ξωκλήσι του Άη Δημήτρη, με εξαιρετικές τοιχογραφίες να κοσμούν το εσωτερικό του. Από τα Αθίκια πάλι, ο δρόμος οδηγεί στην Ιερά Μονή Αγίων Ταξιαρχών, μέσα από μια υπέροχη διαδρομή με πεύκα και πολύχρωμους θάμνους. Στα Αθίκια υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια σε λογικές τιμές, ενώ ξενώνες υπάρχουν στις μονές Αγίων Ταξιαρχών και Ευαγγελίστρια και χρησιμοποιούνται κυρίως από τους προσκυνητές. Υπάρχουν επίσης αρκετές ταβέρνες που προσφέρουν νοστιμιές της σούβλας, γλυκό κόκκινο κρασί και τη σπεσιαλιτέ του τόπου, την γκιόσα (γίδα ή προβατίνα ψητή σε χωριάτικο φούρνο που σφραγίζεται με λάσπη). Συνεχίζοντας δυτικά προς Χιλιομόδι, διασχίζουμε το περίφημο πευκόδασος Χιλιομοδίου, ένα θαυμάσιο αυτοφυές δασικό οικοσύστημα, απομεινάρι μεγαλύτερου και αρχαιότερου δάσους στην περιοχή. Είναι ένα περιβαλλοντικά ενδιαφέρον και σημαντικό πευκόδασος από όπου ξεχωρίζει η χαρακτηριστική μυρωδιά του πεύκου και του ρετσινιού. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι σήμερα είναι το πιο συμπαγές συγκροτημένο και ενδιαφέρον υψηλό δάσος της περιοχής της Τενέας, ενώ το θαυμάσιο δασικό περιβάλλον μαζί με το υγιεινό ξηρό κλίμα αλλά και η οδική και σιδηροδρομική σύνδεση της περιοχής με τα αστικά και επαρχιακά κέντρα και τέλος η φιλοξενία των κατοίκων έκαναν το δάσος περιζήτητο και γνωστό έξω από τα όρια του Νομού. Η περιοχή παρουσιάζει αξιόλογο θρησκευτικό ενδιαφέρον: 2,5 χιλιόμετρα έξω από το Χιλιομόδι βρίσκεται η Νέα Ι. Μ. Παναγίας Φανερωμένης, κτίσμα του 1896, όπου ο προσκυνητής έχει την ευκαιρία να θαυμάσει τη βυζαντινή εικόνα της Παναγίας, τοποθετημένη σε ξυλόγλυπτο τέμπλο σπάνιας τέχνης. Ανηφορικός δρόμος σε απόσταση 3 χιλιομέτρων νότια οδηγεί στην παλαιά Ι. Μ. Φανερωμένης. Ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, στην είσοδο της σχισμής ενός βράχου, όπου φανερώθηκε η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ενώ αναφέρεται ότι από όλες τις μονές της Φανερωμένης σε ολόκληρη την Ελλάδα, η Κορινθιακή είναι η σημαντικότερη, παλαιότερη και επισημότερη. Από το Χιλιομόδι έχουμε τη δυνατότητα ν’ ακολουθήσουμε δύο διαφορετικές αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες διαδρομές: η πρώτη διασχίζει δυτικά το Τενεάτικο πεδίο και καταλήγει στον Άγιο Βασίλειο. Εκεί δεσπόζει το κάστρο του Αγίου Βασιλείου, σε ύψος 500 μ., με μια καταπληκτική θέα στον εύφορο κάμπο. Μετά τον Άγιο Βασίλειο συναντάται ο ιστορικός οικισμός των Δερβενακίων, εκεί όπου κατατροπώθηκε, σε μια ιστορική μάχη του 1823, η στρατιά του Δράμαλη από τους Έλληνες αγωνιστές, με μπροστάρηδες το Νικηταρά και τον Κολοκοτρώνη. Η δεύτερη διαδρομή, με αφετηρία το Χιλιομόδι, οδηγεί μέσα από έναν πολύ όμορφο δρόμο, νότια προς το χωριό Κλένια. Ο δρόμος ανηφορίζει ελαφρά μέσα από τον εύφορο κάμπο όπου κάποτε βρισκόταν και η αρχαία πόλη Τενέα. Εδώ ανατράφηκε ο Οιδίποδας από το βασιλιά της περιοχής Πόλυβο. Ελάχιστα ερείπια της αρχαίας πόλης σώζονται σ’ ένα μικρό ύψωμα νότια από το χωριό Κλένια, στα αριστερά του δρόμου από το Χιλιομόδι. Μετά την Κλένια ο δρόμος συνεχίζει στη δυτική πλευρά της χαράδρας του ρέματος της Κλεισούρας και αμέσως μετά συναντάται το μεγάλο χωριό του Αγιονορίου, σημαντική κώμη κατά τη βυζαντινή περίοδο. Το βυζαντινό φρούριο του χωριού -η οχύρωση της διόδου της Κοντοπορείας- ορθώνει ακόμα και σήμερα το ανάστημά του. Ξεκίνησε από την ιδέα μοναχών να μεταδώσουν το Χριστιανισμό και έτσι αναζήτησαν οχυρό τόπο στην ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου. Χτισμένο πάνω σε κωνοειδή λόφο, το βυζαντινό φρουριακό συγκρότημα ήταν το μοναδικό στρατηγικό οχυρό της περιοχής και λειτουργούσε και ως ενδιάμεσος σταθμός των κάστρων Άργους και Ακροκορίνθου. Το σωζόμενο σήμερα φρούριο είναι μικρό και πολυγωνικό, ενώ μέσα στο κάστρο δεσπόζει ο σταυρεπίστεγος ναός των Αγίων Αναργύρων. Θαυμασμό προκαλεί η οικοδόμηση ενός πλήθους ναών μέσα και γύρω από το κάστρο του Αγιονορίου, αντίστοιχο του οποίου συναντάμε στη Λακωνία, στο Μυστρά. Η πιο ένδοξη στιγμή της ιστορίας αυτού του κάστρου ήταν η 28η Ιουλίου 1822: οι Έλληνες οπλαρχηγοί Νικηταράς και Νικήτας Φλέσσας, με τους λιγοστούς αλλά ψυχωμένους άντρες τους, που ήταν ταμπουρωμένοι εδώ, διέλυσαν τα απομεινάρια της στρατιάς του Δράμαλη. Κατηφορίζοντας από το Αγιονόρι συναντάμε το γραφικό Στεφάνι, με το δεύτερο αστεροσκοπείο της Κορινθίας στις παρυφές του, με βυζαντινές εκκλησίες και μονές: Παλαιά Μονή Ταξιαρχών, Νέα Μονή Αγίου Δημητρίου, που ήταν μετόχι της παλαιάς μονής των Ταξιαρχών. Απογυμνωμένο σήμερα το μοναστήρι από τα ιερά κειμήλια, έπειτα από αλλεπάλληλες αρπαγές και λεηλασίες, συνεχίζει τον προορισμό του, με δείγμα αναγνώρισης ένα αξιόλογο γραφείο, που βρίσκεται στ’ αρχονταρίκι, κειμήλιο του αείμνηστου Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο δρόμος συνεχίζει προς την αργολική γη και καταλήγει, μέσα από μια μαγευτική διαδρομή, στις Μυκήνες. Μοναδική στιγμή της διαδρομής: όταν από τις πλαγιές του όρους Χαρβάτι προβαίνει ο αργολικός κάμπος με τα τείχη των πολύχρυσων Μυκηνών.