Το κηρυγμένο βυζαντινό φρούριο του Γυναικοκάστρου (ΥΑ ΑΡΧ/Β1/Φ34/ 11050/275/11-5-87, ΦΕΚ 313/Β/22-6-1987) βρίσκεται στην κορυφή χαμηλού λόφου ΒΑ του σύγχρονου οικισμού του Παλαιού Γυναικοκάστρου, στην πεδιάδα του Κιλκίς (Εικ. 1). Στις πλαγιές του λόφου υπάρχουν ενδείξεις διαχρονικής κατοίκησής του από την προϊστορική μέχρι και την όψιμη μεταβυζαντινή εποχή. Κατά τα έτη 1984-1988, σε απόσταση περ. 1 χλμ. ΝΑ του λόφου, ανεσκάφη από την ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων το νεκροταφείο του οικισμού της Εποχής του Σιδήρου.
Η σπουδαιότητα του βυζαντινού φρουρίου, το οποίο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα της περιοχής του Κιλκίς που μνημονεύονται στις γραπτές υστεροβυζαντινές πηγές, οδήγησε την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων να διενεργήσει διερευνητικές ανασκαφικές εργασίες στην περιοχή του κατά την περίοδο 1984-1993. Τα έτη 2007 και 2008, με ενέργειες της ίδιας Εφορείας και χρηματοδότηση από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, στερεώθηκε ο περίβολος, ιδίως στην ανατολική, τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του, διαμορφώθηκε το εσωτερικό του φρουρίου και βελτιώθηκε η οδός σύνδεσής του φρουρίου με το σύγχρονο οδικό δίκτυο και τον οικισμό του Γυναικοκάστρου, με στόχο την βελτίωση της επισκεψιμότητάς του.
Το «καρτερώτατον», το απόρθητο -κατά τον Ιωάννη Καντακουζηνό (ΙΙΙ,136)- φρούριο βρίσκεται σε υψόμετρο 106 μ. στην κορυφή φυσικά οχυρωμένου λόφου. Κατασκευάστηκε στη θέση παλαιότερου, από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο (1328-1341), στην αμυντική γραμμή της μεγαλούπολης της Θεσσαλονίκης. Η θέση του ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς ήλεγχε τις διαβάσεις σε όλο τον κεντρομακεδονικό χώρο. Το 1342, μετά το κίνημα των Ζηλωτών, κατέφυγαν σε αυτό οι αριστοκράτες Θεσσαλονικείς υπό τον διοικητή της πόλης Θεόδωρο Συναδηνό, καθώς και ο Ιωάννης Καντακουζηνός με τους γιους του Μανουήλ και Ματθαίο. Το 1343 καταλήφθηκε από τον αντίπαλο του Καντακουζηνού, Αλέξιο Απόκαυκο, και λίγο αργότερα, το 1347, από τους Σέρβους του Στεφάνου Δουσάν, με τοπικό διοικητή κατά το 1350 τον αναφερό¬μενο -από τον Ιωάννη Καντακουζηνό- Βέλκο. Περί το 1383 καταλήφθηκε από τους Τούρκους του Γαζή Εβρενός, όταν μεγάλες εκτάσεις του μακεδονικού χώρου πέρασαν στη μακρόχρονη οθωμανική κατοχή. Περί τις αρχές του 17ου αιώνα, ο Τούρκος περιηγητής Χατζηκαλφά συνέδεσε το κάστρο με τη μυθιστορηματική Μαρουλία, τη γυναίκα του διοικητή, που πρόβαλε γενναία αντίσταση κατά των Τούρκων. Η εκ των υστέρων αυτή συσχέτιση οφείλεται μεν σε πραγματικό πρόσωπο, την υπερασπίστρια της Λήμνου Μαρούλα (1477/78), στην πραγματικότητα όμως ανακλά την κοινή μυθολογία του μεσογειακού χώρου για τα Κάστρα της Ωριάς (της Ωραίας).
Στην οθωμανική εποχή το Γυναικόκαστρο ή Αβρέτ-Ισάρ αποτέλεσε έδρα διοικητή και γνώρισε ακμή, η οποία, μεταξύ άλλων, τεκμαίρεται από την ύπαρξη ιδιωτικού λουτρού των πρώιμων οθωμανικών χρόνων στη ΒΑ πλευρά του λόφου, καθώς και από τις πληροφορίες οθωμανικών καταστίχων (μέσα 15ου αι., 1568/69), όπου περιγράφεται ως οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων, με πλειοψηφούν το χριστιανικό στοιχείο.
Το Αβρέτ-Ισάρ παρήκμασε από το τέλος του 17ου αιώνα και εξής, όταν η ζωοπανήγυρη, που από παλαιά γινόταν στον χώρο του, μεταφέρθηκε στο Κιλκίς.Το φρούριο καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων και σε κάτοψη έχει σχήμα τραπεζίου. Περιβάλλεται από ισχυρά εξωτερικά τείχη, θεμελιωμένα απευθείας στον φυσικό βράχο, με περίμετρο 614 μ., διακοπτόμενα κατά διαστήματα από ορθο¬γώ-νιους και ημικυκλικούς πύργους (Εικ. 2). Σήμερα σώζονται σε ύψος κυμαινόμενο από 5,0 έως 8,0 μ. Η τοιχοδομία τους είναι από αργολιθοδομή με σποραδικές πλίνθους και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό.
Η είσοδος στο φρούριο γινόταν από την ΝΑ πλευρά του, όπου κατέληγε λιθόστρωτος δρόμος, καθώς και από τη ΒΑ πλευρά, από λαξευμένα στον βράχο απότομα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν κατευθείαν στην ακρόπολη, στο ΒΑ μέρος του κάστρου (Εικ. 3, 4).
Η ακρόπολη έχει δική της οχύρωση, και τα νότια τείχη της σώζονται σε μέγιστο ύψος 13,0 μ. Στο ψηλότερο σημείο της υψώνεται, ερειπωμένος σήμερα, ο πύργος, που κτίστηκε από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο. Ο πύργος ήταν διώροφος, με υπόγεια δίδυμη θολοσκεπή υδατοδεξαμενή και τοιχογραφημένο παρεκκλήσιο στον όροφο (Εικ. 4). Η πρόσβαση σε αυτόν φαίνεται ότι γινόταν με ξύλινη κινητή κλίμακα.
Από την ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του κάστρου αποκαλύφθηκαν κτήριο στρατωνισμού (;), πηγάδι και ενδεχομένως λατρευτικό κτίσμα. Νομίσματα, αβαφής και εφυαλωμένη κεραμική, αιχμές βελών και αντικείμενα καθημερινής χρήσης πιστοποιούν τη ζωή στο φρούριο από τη μεσοβυζαντινή, την υστεροβυζαντινή και τη μεταβυζαντινή εποχή, ενώ ένα σημαντικό απόσπασμα γραπτής κτητορικής επιγραφής, με το φυλακτικού χαρακτήρα μονόγραμμα του Ανδρονίκου Παλαιολόγου, από το παρεκκλήσιο του πύργου, συνδέει το κάστρο με τον ιδρυτή του .
Byzantine Fortress at Palaio Gynaikokastro
Hellenistic acropolis (early 3rd century BC). The isodomic fortification wall, 2.50m. thick, is built of limestone blocks and surrounds a doublepeaked knoll. Towers, 7m wide, are spaced across its course. The site is identified with the ancient Thessalian city of Proerna.
ΠΗΓΗ:http://odysseus.culture.gr/ Μαγδαληνή Παρχαρίδου