Με την αποκάλυψη αποθετών στο κέντρο της αρχαίας πόλης αλλά κυρίως της Γεωμετρικής Νεκρόπολης των τύμβων στο νοτιοδυτικό τμήμα της διαπιστώθηκε η μεγάλη ανάπτυξή της από τον 10ο έως και τον 7ο αι. π.Χ. Μεγάλη ακμή σημείωσε η πόλη και κατά τους αρχαϊκούς χρόνους και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της τυραννίας του Πολυκράτη, γιου του Αιάκη. Σημαντικά έργα της εποχής το Ευπαλίνειο ΄Ορυγμα, ο μεγάλος μώλος και ο μεγάλος ναός της ΄Ηρας, γνωστά από τον Ηρόδοτο .Στην ίδια εποχή χρονολογείται και η πρώτη φάση οχύρωσης της πόλης με τείχη κτισμένα με το πολυγωνικό σύστημα μήκους 6,5 χλμ., τα οποία μετά την κατάληψη του νησιού από τους Αθηναίους κατεδαφίστηκαν και ξανακτίστηκαν με το ισοδομικό σύστημα γύρω στο 300 π.Χ., όταν οι εξόριστοι Σαμιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετά το 322 π.Χ. με διάταγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η τελευταία περιορισμένη επισκευή των τειχών έγινε μετά το 200 π.Χ., όταν η Σάμος χρησιμοποιήθηκε ως ναύσταθμος του πτολεμαϊκού στόλου. Ο αρχιτέκτονας Ροίκος, ο καλλιτέχνης Θεόδωρος, ο γλύπτης Γενέλεως, οι ποιητές Ανακρέων και ΄Ιβυκος, είναι μερικές από τις σημαντικές προσωπικότητες που προσέδωσαν λαμπρότητα στην αυλή του τυράννου. Την ίδια εποχή γεννήθηκε στο νησί η μεγάλη μορφή της φιλοσοφίας και των μαθηματικών ο Πυθαγόρας. Ο εύκολος τρόπος εξασφάλισης ξυλείας εξαιτίας των πολλών δασών του νησιού συνετέλεσε στην κατασκευή εμπορικών και πολεμικών πλοίων και έκανε τη Σάμο θαλασσοκράτειρα. Εκείνα τα χρόνια ναυπηγήθηκε ενός νέου τύπου πλοίο, η Σάμαινα. Στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. η Σάμος έλαβε μέρος με πλοία στην εξέγερση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών, αλλά αποσύρθηκε πριν την καταστροφική για τους ΄Ιωνες ναυμαχία της Λάδης. Το 478 π.Χ. συμμετείχε στην πρώτη Δηλιακή Συμμαχία και επειδή διέθετε στόλο, δεν πλήρωνε φόρο. Η ναυτική δύναμή της όμως ανησύχησε τους Αθηναίους, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις συγκρούσεις της Σάμου με τη Μίλητο εξαιτίας των κτημάτων της Αναίας, επιτέθηκαν στο νησί και μετά από πολιορκία εννέα μηνών, κατέλαβαν την πόλη το 439 π.Χ. Οι σκληροί όροι, που επιβλήθηκαν, οδήγησαν την πόλη στην καταστροφή. Τον 4ο αι. π.Χ. η Σάμος συμμάχησε για λίγο με τη Σπάρτη, κυρίως όμως ανήκε στην αθηναϊκή ηγεμονία. Μετά την κατάληψη του νησιού από τον Τιμόθεο το 365 π.Χ., οι Σάμιοι εξορίσθηκαν και στο νησί εγκαταστάθηκαν Αθηναίοι κληρούχοι. Με τον επαναπατρισμό των εξορίστων Σαμίων μετά το 322 π.Χ. παρατηρείται νέα άνθηση στην πόλη. Το νησί στη συνέχεια βρέθηκε υπό την επιρροή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως του Δημητρίου Πολιορκητή, των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, των βασιλέων της Περγάμου, των Μακεδόνων κ.ά. Από το 129 π.Χ. η Σάμος ανήκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας. Μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που ακολούθησε, η Σάμος βρέθηκε στην πτέρυγα των συνωμοτών Κάσιου και Βρούτου. Το 40/39 π.Χ. σε πολυτελή έπαυλη στο λόφο του Κάστρου πέρασαν το χειμώνα ο Αντώνιος με την Κλεοπάτρα, ενώ μετά τη ναυμαχία στο ΄Ακτιο (31 π.Χ.) πέρασε στον ίδιο χώρο τους χειμώνες του 30 π.Χ. και του 19/18 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος. Στις ίδιες πολυτελείς επαύλεις πέρασαν κάποιους χειμώνες οι ρωμαίοι αυτοκράτορες Τραϊανός, Τιβέριος, Κλαύδιος, Αδριανός. Εξαιρετικά πορτραίτα ή ανδριάντες μερικών από αυτούς στολίζουν το Αρχαιολογικό Μουσείο Πυθαγορείου. Μεγάλες καταστροφές σημάδεψαν την αρχαία πόλη και το Ιερό της ΄Ηρας κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Ερούλων το 267 μ.Χ. Τον 4ο αι. μ.Χ. ιδρύθηκε στη Σάμο χριστιανική κοινότητα. Οι επιδρομές των Αράβων κατά τον 7ο αι. μ.Χ. δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στο νησί και πιθανώς οι κάτοικοι να μετακινήθηκαν στα εσωτερικά ορεινά του νησιού, καθώς στην εποχή αυτή χρονολογούνται οι εγκαταστάσεις στα Κάστρα του Λαζάρου και της Λουλούδας. Οι ανασκαφές Η ανασκαφική έρευνα στο νησί άρχισε το 1902-1903 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση των Π. Καββαδία και Θ. Σοφούλη. Από το 1910 εκτεταμένες έρευνες διενεργήθηκαν από τους Wiegand και Schede υπό την αιγίδα των Koenigliche Museen του Βερολίνου. Το 1925 οι ανασκαφές διεξήχθησαν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Μεταξύ των ετών 1939-1951 οι ανασκαφές διεκόπησαν εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές συνεχίσθηκαν από Γερμανούς αρχαιολόγους (Jantzen, Issler, Martini, Kyrieleis κ.ά.) ενώ συστηματική έρευνα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο Πυθαγόρειο και σε περιοχές έξω από αυτό τα τελευταία 40 χρόνια. Από τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών καταδείχτηκε η σπουδαία θέση της αρχαίας Σάμου στο χάρτη του ελληνικού κόσμου με συνεχή κατοίκηση από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους. Με την ανασκαφική έρευνα στο χώρο της αρχαίας πόλης τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτονται τα λείψανα μιας οργανωμένης περιτειχισμένης πόλης με πλακόστρωτους δρόμους, πλατείες, αγορά, δημόσια κτίρια, καταστήματα, απλές ιδιωτικές οικίες αλλά και επαύλεις με θαυμάσιας τεχνικής ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες, μεγάλης έκτασης και άρτιας οργάνωσης αθλητικές εγκαταστάσεις με γυμνάσιο, στάδιο, παλαίστρα, λουτρά, θαυμάσιο υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο, θέατρο, οργανωμένες νεκροπόλεις, ιερά και ναούς αφιερωμένους στην ΄Αρτεμη, την Αφροδίτη, τον Διόνυσο, την Κυβέλη, αλλά και ανατολικούς θεούς, όπως την ΄Ισιδα. Η ανάπτυξη του νησιού οδήγησε τον ιστορικό Ηρόδοτο τον 5ο αι. π.Χ. να γράψει για την αρχαία πόλη της Σάμου ότι «πολίων πασέων πρώτη ελληνίδων και βαρβάρων» και τον ποιητή Μένανδρο τον 4ο αι. π.Χ. να χαρακτηρίσει το νησί «Μακάρων νήσο», ενώ ο στίχος «και ορνίθων γάλα φέρει» οφείλεται στο ήπιο κλίμα και την επάρκεια των αγαθών της. Τα ευρήματα που μέρα με τη μέρα βλέπουν το φως μαρτυρούν την ύπαρξη μιας πόλης με έντονη παρουσία, εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις, αξιοζήλευτη οργάνωση, υψηλό επίπεδο πολιτισμού, μιας πόλης που μαζί με το μεγαλύτερο Ιερό της, το Ηραίο, αξιώθηκαν να ενταχθούν στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.