Η Άπτερα ή Άπταρα των ιστορικών χρόνων εντοπίζεται στο ύψωμα «Παλιόκαστρο» , που δεσπόζει στα νοτιοανατολικά του κόλπου της Σούδας και είναι μία από τις σπουδαιότερες πόλεις – κράτη της Κρήτης. Η προϊστορική a-pa-ta-wa, γνωστή από κνωσιακές πινακίδες σε γραμμική Β γραφή, πιθανώς εντοπίζεται νοτιότερα, σε χαμηλό λόφο στην περιοχή Αζοϊρέ Στύλου.
Για την προέλευση του ονόματός της υπάρχουν πολλές δοξασίες με επικρατέστερη αυτή που θεωρεί ότι πρόκειται για επίθετο της Αρτέμιδος, προστάτιδας θεάς της πόλης. Κατά μία άλλη εκδοχή το όνομα οφείλεται στον βασιλιά των Δελφών Πτέρα ή Απτέρα. Ο Στέφανος Βυζάντιος πληροφορεί για τον μυθικό αγώνα μεταξύ Μουσών και Σειρήνων, κατά τον οποίο ηττήθηκαν οι Σειρήνες, πέταξαν τα φτερά τους (έμειναν άπτερες), έγιναν λευκές και έπεσαν στη θάλασσα.
Πολλοί αρχαίοι γεωγράφοι ή ιστορικοί αναφέρονται στη θέση της Απτέρας. Σύμφωνα με τον Στράβωνα και τον Πλίνιο, διέθετε δύο λιμένες, την Κίσαμο, η οποία γενικά τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Καλαμιού και Καλυβών και τη Μινώα, που ταυτίζεται με το σημερινό Μαράθι. Η ταύτιση της θέσης της οφείλεται στον Pashley που περιηγήθηκε την περιοχή το 1834.
Η περίοδος της ακμής της πόλης ξεκινά από τους κλασικούς- ελληνιστικούς χρόνους, φάση κατά την οποία οργανώνονται τα ιερά της, εφοδιάζεται ο κεντρικός οικισμός με ισχυρή, περιμετρική οχύρωση μήκους 3.480μ. και κατασκευάζεται το θέατρο. Τον 4ο αι. π.Χ., κόβει το δικό της νόμισμα και μεταξύ 3ου και 2ου αι. π.Χ. αναπτύσσει σχέσεις με μεγάλα κέντρα της ελληνιστικής επικράτειας. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (69 π.Χ. – 365 μ.Χ.) η πόλη γνωρίζει νέα ακμή, μάρτυρες της οποίας αποτελούν τα μεγάλα δημόσια κτήρια που σώζονται μέχρι σήμερα. Η κατοίκησή της συνεχίζεται έως τα βυζαντινά χρόνια (7ο αιώνα μ.Χ.), οπότε καταστρέφεται από ισχυρό σεισμό. Στην οριστική καταστροφή της συνέβαλαν επιδρομές Σαρακηνών πειρατών.
Στο χρονικό του Antonio Trivan, το 1182, αναφέρεται η ύπαρξη της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, η οποία λειτούργησε μέχρι το 1962. Οι χώροι της Μονής κατασκευάστηκαν σε κεντρικό σημείο της αρχαίας πόλης με δομικό υλικό από αρχαιότερα, δημόσια κτήρια. Το διώροφο – παλαιότερο κτήριο του μοναστηριακού συγκροτήματος, που διοικητικά υπαγόταν στην ομώνυμη Μονή της Πάτμου, χρονολογείται στις αρχές του 16ου αιώνα.
Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν την δεκαετία του 1860 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, κατά τις οποίες ήρθε στο φως ο λεγόμενος «τοίχος των επιγραφών», ευμεγέθης δομή με τιμητικές και προξενικές επιγραφές του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ.
Το 1942 οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής ανέσκαψαν τον μικρό δίχωρο ναό, ενώ το 1958 ξεκίνησαν ανασκαφές από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κυρίως με σωστικό χαρακτήρα, τις οποίες συνέχισε αργότερα η ΚΕ΄ ΕΠΚΑ. Από τα έτη 1985-1987 διενεργούνται και συστηματικές έρευνες στον οικισμό.
Η έρευνα, προστασία και ανάδειξη του χώρου ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τα Περιφερειακά Ευρωπαϊκά Προγράμματα, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες στηρίξεις και σωστικές παρεμβάσεις στην τοιχοποιία των δεξαμενών και των λουτρών (1999-2000 Β΄ΚΠΣ). Μεταξύ 2003- 2006 (Γ΄ ΚΠΣ), αναδείχθηκε μέρος της δυτικής οχύρωσης. Το μεγάλο έργο της αποκάλυψης, συντήρησης, αναστήλωσης και τελικά της ανάδειξης του αρχαίου θεάτρου υλοποιήθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων (πρώην ΚΕ΄ΕΠΚΑ) με την ένταξή του σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης (2008- 2015 Γ΄ ΚΠΣ-ΠΕΠ Κρήτης).
Η περιφραγμένη περιοχή που αναπτύσσεται γύρω από τον χώρο της πρώην μονής του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου συνιστά τον πυρήνα του αρχαιολογικού χώρου και περιλαμβάνει τον διμερή ναό του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος, το θέατρο, τις ρωμαϊκές δεξαμενές, τα λουτρά και το λεγόμενο «Βουλευτήριο».
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές λόγω του μεγέθους τους αλλά και της κατάστασης διατήρησής τους είναι δύο δεξαμενές νερού, που μαζί με τα δύο συγκροτήματα λουτρών βορειότερα, στα οποία εξασφάλιζαν την παροχή νερού, ήταν τα μεγαλύτερα δημόσια έργα που κατασκευάστηκαν κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους στην Άπτερα.
Η κατασκευή των δεξαμενών, με πιθανή ενσωμάτωση παλαιότερης μορφής, προσδιορίζεται στους ρωμαϊκούς χρόνους. Η μία δεξαμενή έχει εσωτερικές διαστάσεις 17?25μ. και χωρίζεται σε τρία κλίτη μέσω μεγάλων πεσσών, καθένα από τα οποία φέρει αψιδωτή οροφή. Η δεύτερη σε σχήμα Γ είχε όμοια οροφή που δεν διατηρείται. Η χωρητικότητά της τρίκλιτης δεξαμενής υπολογίζεται σε 2.900 μ3 και της δεξαμενής σε σχήμα Γ σε 3.050 μ3. Η ανασκαφή των σύγχρονών τους λουτρών δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά έχουν στερεωθεί ορισμένοι από τους χώρους και των δύο που διατηρούνται σε πολύ μεγάλο ύψος. Σε αντίθεση με ό,τι συνηθιζόταν σε αντίστοιχα λουτρικά κτήρια, σε κανέναν από τους ανασκαμμένους χώρους δεν έχει βρεθεί ψηφιδωτό δάπεδο.
Το θέατρο της Απτέρας εντοπίζεται κοντά στη ΝΑ είσοδο της πόλης σε φυσική κοιλότητα του εδάφους και είναι στραμμένο προς το νότο με θέα τα Λευκά Όρη. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε τοπικός απολιθωματοφόρος ασβεστόλιθος. Κατά τον 20ο αιώνα υπέστη μεγάλη καταστροφή κυρίως από τη λειτουργία ασβεστοκάμινου στο κέντρο του κοίλου, υλικό καύσης της οποίας αποτέλεσαν εδώλια και αρχιτεκτονικά μέλη. Μεταπολεμικά το θέατρο απογυμνώθηκε περισσότερο, όταν λιθόπλινθοί του χρησιμοποιήθηκαν σε υποδομές στο λιμάνι της Σούδας.
Στην κατασκευή του θεάτρου αναγνωρίζονται τρεις οικοδομικές φάσεις με την αρχαιότερη στους ελληνιστικούς χρόνους (3ος αιώνας π.Χ.). Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο υπέστη ριζική μετασκευή προκειμένου να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες θέασης. Η τελική καταστροφή και η διακοπή της λειτουργίας του οφείλεται στον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ.
Τα κύρια μέρη του θεάτρου, τα οποία είναι σήμερα ορατά, το κοίλο, η ορχήστρα και η σκηνή, χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή εποχή. Το κοίλο, διαιρείται κάθετα με πέντε κλίμακες σε τέσσερις κερκίδες και οριζόντια, μέσω ενός διαδρόμου, του διαζώματος, σε άνω και κάτω κοίλο. Το κάτω τμήμα διαμορφώνεται κλιμακωτά για την εφαρμογή των εδωλίων, ενώ το άνω τμήμα (επιθέατρο) κατασκευάστηκε με τεχνητές επιχώσεις, τις οποίες συγκρατούσε ισχυρός περιμετρικός τοίχος. Στο χαμηλότερο μέρος του κοίλου εντοπίστηκε κτιστός ημικυκλικός αγωγός που εξυπηρετούσε την απορροή των όμβριων υδάτων σε περίπτωση βροχής.
Η ορχήστρα του θεάτρου της Απτέρας με ακτίνα 5,45μ., αποτελεί μια από τις μικρότερες ορχήστρες αρχαίου θεάτρου, στοιχείο που υποδηλώνει ότι προοριζόταν κυρίως για μουσικά και θεατρικά δρώμενα. Στο κέντρο της διατηρείται η κυκλική λίθινη βάση της θυμέλης, του βωμού του θεού Διονύσου.
Το οικοδόμημα της σκηνής, διατηρείται σε σχετικά χαμηλό ύψος και η διαμόρφωσή του προέκυψε κατά τις μετασκευές της ρωμαϊκής περιόδου. Οι πάροδοι κατά τη Ρωμαϊκή εποχή στεγάστηκαν με τόξα. Στη δυτική πάροδο αποκαλύφθηκε λιθόστρωτη οδός με αγωγό ομβρίων υδάτων δίπλα της.
Εντυπωσιακή για τη διατήρηση και για το μήκος της (συνολικά 55μ.), είναι η αρχαία λιθόστρωτη οδός που περιτρέχει την ανατολική πλευρά του θεάτρου και χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο.
Στα βόρεια του θεάτρου αποκαλύφθηκε επιμήκης βαθμιδωτή δομή, συνολικού μήκους 50μ. χρονολογούμενη στους ελληνιστικούς χρόνους. Οι διαστάσεις των βαθμίδων και οι αποστάσεις μεταξύ τους, καθώς και οι κλίμακες που παρεμβάλλονται δηλώνουν ότι πρόκειται για χώρο θέασης δημόσιων τελετουργικών δρώμενων. Ταυτοχρόνως είναι πιθανόν να εξυπηρετούσε και στατικούς σκοπούς συγκρατώντας τις επιχώσεις που σχημάτιζε το επιθέατρο.
Η ήπια διαμόρφωση του χώρου γύρω από το μνημείο και η οργάνωση των διαδρομών περιήγησης που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, έγιναν με κριτήριο την αξιοποίηση της αρχαίας οδού που οδηγεί στο θέατρο και τη διατήρηση του αναγλύφου του εδάφους και της βλάστησης της περιοχής.
Δυτικά του θεάτρου ανασκάπτεται συστηματικά μεγάλης έκτασης οικία με περίστυλο αίθριο ελληνορωμαϊκών χρόνων.
Aptera Apokoronou,Hania
ΠΗΓΗ:http://odysseus.culture.gr Συντάκτης Κατερίνα Τζανακάκη, Αρχαιολόγος