Ο αρχαιολογικός χώρος της Άλου εκτείνεται και στις δύο πλευρές της εθνικής οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους η πόλη είχε αναπτυχθεί σε δύο τμήματα: την Άνω πόλη, που αναρριχάται στην ανατολική παρυφή ενός χαμηλού βραχώδους λόφου, του ονομαζόμενου Κάστρου, και την Κάτω πόλη, που απλώνεται στην πεδινή περιοχή. Η Άνω πόλη τειχιζόταν με τριγωνικής κάτοψης τείχος, που κατέληγε στην κορυφή του λόφου σε μικρή τριγωνική ακρόπολη. Η είσοδος στην ακρόπολη γινόταν από πύλη στο κέντρο της βόρειας πλευράς του τείχους. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της Άνω πόλης έχει ανασκαφεί ένα κτήριο, που ίσως ήταν ναός, και στην περιοχή αυτή φαίνεται ότι ήταν συγκεντρωμένα τα δημόσια κτίσματα της πόλης. Στην κορυφή του λόφου σώζονται και τα ερείπια ενός φρουρίου του 12ου αιώνα, με επιμήκη κάτοψη και πύργους.
Η Κάτω πόλη εκτεινόταν πιο χαμηλά, στην πεδινή περιοχή ανατολικά του λόφου και προστατευόταν με οχυρωματικό τείχος τετράγωνης κάτοψης. Σήμερα το τείχος είναι ορατό εκατέρωθεν της εθνικής οδού και έχει μήκος περίπου 4,5 χλμ. Κατά διαστήματα ενισχυόταν από 117 αμυντικούς πύργους και μερικά τμήματά του σώζονται σε ύψος 2,5 μ. Γενικά διατηρούνται τρεις σειρές από τους δόμους ασβεστολίθου του τείχους, εκτός από τη νοτιοανατολική πύλη, όπου σώζονται τέσσερις έως επτά σειρές, ενώ εντοπίσθηκαν και ίχνη από την πλίνθινη ανωδομή του. Η είσοδος και έξοδος των κατοίκων και των επισκεπτών στην πόλη γίνονταν από δύο κεντρικές πύλες στα βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά των τειχών της και πιθανότατα και από άλλες μικρότερες. Στις πύλες αυτές κατέληγαν δύο μεγάλες λεωφόροι, που μαζί με δίκτυο μικρότερων δρόμων χώριζαν τον ιστό της πόλης σε συνοικίες και τετράγωνα. Τα σπίτια και οι δρόμοι έχουν σχεδόν εξαφανισθεί, αλλά υπολογίζεται ότι στην Κάτω πόλη θα υπήρχαν περίπου 1.400 οικίες και εργαστήρια, όπου ζούσαν περίπου 8.000-9.000 άνθρωποι. Μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί έξι οικίες και έχουν αποκαλυφθεί ορισμένοι δρόμοι, καθώς και εργαστήρια και κεραμικοί κλίβανοι κατασκευής αγγείων και άλλων πήλινων μικροτεχνημάτων. Οι οικίες ήταν απλές, αλλά ευρύχωρες, με τέσσερα ή πέντε δωμάτια, αποθηκευτικούς χώρους και εσωτερική αυλή. Είχαν τοίχους με λίθινα θεμέλια, ανωδομή από πλίνθους και στέγη καλυμμένη με κεραμίδια. Έξω από τα τείχη της πόλης βρίσκονται κατάλοιπα των νεκροταφείων, που έχουν αποκαλυφθεί κατά τις πρόσφατες ανασκαφές.
Στο ανατολικό τμήμα της πεδιάδας του Αλμυρού, ανάμεσα στις χαμηλές υπώρειες του όρους Όθρυς και στον Παγασητικό κόλπο, σε μία στενή λωρίδα γης, βρίσκεται η ελληνιστική πόλη Άλος. Η θέση της στην αρχαιότητα ήταν πολύ σημαντική, καθώς είχε τον έλεγχο του δρόμου επικοινωνίας μεταξύ του βόρειου και του νότιου ελλαδικού χώρου. Η πόλη κτίσθηκε περίπου στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.
Ιδρυτής της κατά τη μυθολογία ήταν ο θρυλικός Αθάμαντας, του οποίου τα παιδιά, Φρίξος και Έλλη, απεικονίζονται στα χάλκινα νομίσματα της πόλης να ταξιδεύουν πάνω στο χρυσόμαλλο κριάρι για το υπερπόντιο ταξίδι τους στη Μαύρη Θάλασσα, ώστε να γλυτώσουν από τον αφανισμό τους. Πρόσφατα, με αφορμή την πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων στην περιοχή, οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως νέα και ενδιαφέροντα στοιχεία, που πιστοποιούν τη συνεχή κατοίκηση του χώρου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού ως την Εποχή του Σιδήρου, κατά την αρχαϊκή περίοδο αλλά και αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια. Η εικόνα της κοινωνίας αυτής, με την τόσο μακραίωνη ιστορία, προς το παρόν διαφαίνεται κυρίως από τα νεκροταφεία και δευτερευόντως από τα οικιστικά κατάλοιπα. Λείψανα οικισμού, που χρονολογείται από τον 9ο έως τον 8ο αι. π.Χ., έχουν βεβαιωθεί στο χώρο της ελληνιστικής Άλου, όπου αποκαλύφθηκαν αποσπάσματα αψιδωτών κτηρίων με αποθηκευτικό χώρο, λάκκοι απορριμμάτων, αλλά και ταφές παιδιών εντός των τειχών (intra muros). Η έκταση των νεκροταφείων, το πλήθος των τάφων και οι διαφορετικές πρακτικές λατρείας των νεκρών με ταφές-ενταφιασμούς, αλλά και ταφές-καύσεις, είναι το πιο νέο στοιχείο που εμφανίζεται και κυριαρχεί εδώ στον 9ο αι. π.Χ. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα των ερευνών φαίνεται ότι ο οικισμός έχει να επιδείξει μια σημαντική πολιτιστική συνέχεια και εξέλιξη, δεν γνωρίζουμε, όμως, ποιο ήταν το όνομά του. Ήταν, άραγε, η Άλος που αναφέρεται από τον Όμηρο;
Η ίδρυση της ελληνιστικής πόλης τοποθετείται γύρω στο 302 π.Χ. και σχετιζόταν με τις στρατιωτικές δραστηριότητες των Μακεδόνων βασιλέων Δημητρίου Πολιορκητή και Κασσάνδρου στην περιοχή της Μαγνησίας. Από τα κινητά ευρήματα φαίνεται ότι οι κάτοικοί της πρέπει να ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια της γης, την κτηνοτροφία και την αλιεία και λιγότερο με το κυνήγι. Τα χάλκινα και αργυρά νομίσματα από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. έως και το 2ο αι. π.Χ., δείχνουν ότι η πόλη είχε επαφές με περιοχές της Θεσσαλίας, τη γειτονική Εύβοια και τη Φθιώτιδα, αλλά και τη Μακεδονία, όμως η διάρκεια ζωής της ήταν μόλις τριάντα πέντε χρόνια. Από την έρευνα στα σπίτια της πόλης και από τα νομίσματα φαίνεται, μέχρι στιγμής, ότι η Άλος εγκαταλείφθηκε πιθανόν μετά από καταστροφικό σεισμό, που πρέπει να συνέβη το 265 π.Χ. Συνέχισε, όμως, να κατοικείται έως το 2ο αι. π.Χ. από λίγους κατοίκους, που περιορίσθηκαν σε πρόχειρα κατασκευασμένες οικίες ή σε μικρούς χώρους γύρω από τις κεντρικές πύλες των τειχών.
Τα λείψανα της οχύρωσης, αλλά και των οικιών της πόλης παρέμειναν ορατά στην πεδιάδα και στο γειτονικό λόφο και είχαν περιγραφεί από πολλούς περιηγητές, ωστόσο, τα περισσότερα σπίτια καταστράφηκαν από την καλλιέργεια των εδαφών και τη χρησιμοποίηση του οικοδομικού τους υλικού από τους κατοίκους της περιοχής. Η συστηματική έρευνα στο χώρο ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας και το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Η πρώτη φάση των ερευνών στην Άλο (1976-1990) είχε ως στόχο την τοπογράφηση των ερειπίων της πόλης (οχύρωση και πολεοδομικός ιστός) και την έρευνα τεσσάρων οικιών. Στη δεύτερη φάση (1990-2011) η έρευνα επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη της νοτιοανατολικής πύλης της οχύρωσης, όπου διαπιστώθηκε η χρήση της και μετά την εγκατάλειψη της πόλης στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Το ίδιο διάστημα, ανασκάφηκαν τέσσερις ακόμη οικίες, ενώ παράλληλα ερευνήθηκε επιφανειακά μεγάλο τμήμα της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, η ΕΦΑ Μαγνησίας πραγματοποίησε ανασκαφές σε περιοχές έξω από τα τείχη που έφεραν στο φως τμήματα από τα νεκροταφεία της πόλης, ενώ αποκαλύφθηκε και μεγάλο τμήμα του τείχους. Για το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου σήμερα έχει συνταχθεί μελέτη ανάδειξης των μνημείων και κατασκευής ειδικών χώρων για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών.
Halos, Magnesia
The archaeological site of Halos lies on either side of the national Athens-Thessaloniki highway. It consists of the Lower town, which occupies the plain, and the Upper town, which climbs the eastern slopes of a low rocky crag, the so-called Kastro. The Upper town was surrounded by walls running down the hillside in a V-shape from the summit to the corners of the Lower town defences. The peak of the Upper town triangle was occupied by a small triangular acropolis, which was accessed through a gate at the centre of the northern wall. A possible temple was excavated in the southeast sector of the Upper town, where most of the city’s public buildings appear to have been located. The acropolis was later crowned by a Byzantine fortress (twelfth century AD) with elongated shape and many towers.
A wall approximately 4.5 kilometres long, with 117 defence towers, surrounded the Lower town forming a rectangle. The wall, which is visible on either side of the national road, is generally preserved to a height of three courses of limestone blocks except near the southeast gate were four to seven courses are preserved. Traces of the wall’s upper, brick corses are still visible in places, while the maximum preserved height of the wall is 2.5 metres. The town was accessed through two main gates to the northwest and southeast, and possibly several smaller ones. Two large avenues lead from these two gates into the town and together with other streets divided the town into a regular grid of quarters and town blocks. The streets and houses have practically disappeared, but we can estimate that the Lower town had approximately 1400 houses and workshops, where 8,000-9,000 people lived. So far, six houses, several roads, workshops and kilns used in the production of terracotta vases and objects have been excavated. The simple but spacious houses had three to five rooms, storerooms and an internal courtyard. Their walls were of brick with stone foundations and the roofs had terracotta tiles. Outside the town lie the cemeteries revealed during recent excavations.
The Hellenistic city of Halos lies on a narrow strip of land in the eastern part of the Almyros plain, between Mount Othrys and the Pagasitikos Gulf. Its location was strategic in antiquity, since it controlled the road connecting southern and northern Greece. Its creation in the late fourth century BC is due to the military campaigns of the Macedonian kings Demetrios Poliorketes and Cassander in Magnesia.
According to mythology, the city was founded by the legendary King Athamantas, whose children, Phrixos and Helle, are depicted on the city’s bronze coins riding the golden ram on their journey to the Black Sea. Recent rescue excavations show that the area was continuously occupied from the Late Bronze Age to the Iron Age, and in the Archaic and Hellenistic periods. The city’s long history is mostly illustrated by its cemeteries and to a lesser extent by its architectural remains. Scant remains of a ninth-eighth century BC township were identified within the limits of Hellenistic Halos. These include parts of apsidal buildings with storerooms, adjacent rubbish pits and intramural children’s burials. The cemeteries of the ninth century BC are large, with numerous graves displaying various funerary practices (burials and cremations). The archaeological finds prove the township’s importance and development during subsequent centuries, although its name remains unknown. Could it be Homer’s Halos?
The Hellenistic town was founded c. 302 BC and destroyed approximately thirty-five years later, c. 265 BC, probably by an earthquake. It was not entirely abandoned, however, as squatters continued to occupy makeshift houses and buildings near the city gates until the second century BC. Bronze and silver coins dating from the mid-fourth to the second century BC, show that Halos had contacts with cities in Thessaly, Euboia, Phtiotis and Macedonia. Excavation finds indicate that its inhabitants were involved in agriculture, animal husbandry and fishing, and, to a lesser extent in hunting.
Remnant of the defences and dwellings stood on the plain and the nearby hill for many centuries, and were described by several travellers. However, intensive farming and quarrying of ancient building material eventually destroyed what remained. Systematic archaeological research in the area began in the 1970’s and continues to this day under the Thirteenth Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the Dutch Archaeological Institute. In 1976 to1990, research focused on the town’s topographical layout (fortifications, grid plan) and the investigation of a number of houses, while in 1990-2003 excavations revealed the town’s southeast central gate, which remained in use after the destruction of the city in the mid-third century BC, and cemeteries located outside the city walls. A study for the presentation of the monuments of Halos and the construction of facilities for visitors was recently completed.
ΠΗΓΗ: http://odysseus.culture.gr/ Συντάκτης Β. Ροντήρη, αρχαιολόγος